Ιορδάνης, Σωκράτης, Καμπουρέλος...

"Κονσούλτο"
Απάντηση
Μήνυμα
Συγγραφέας
Άβαταρ μέλους
bill1961
συντονιστής<br>(03/2008 ως τώρα)
Δημοσιεύσεις: 1024
Εγγραφή: 10 Μάιος 2005 11:51 pm
Τοποθεσία: Ηγουμενίτσα

Ιορδάνης, Σωκράτης, Καμπουρέλος...

#1 Δημοσίευση από bill1961 »

Με αφορμή ένα τελευταίο ποστ, συγκέντρωσα εδώ κάποιες αναφορές για τον Ιορδάνη Τσομίδη, τον Καμπουρέλο , το Σωκράτη. Αν κάποιος φίλος θέλει να μεταφέρει και τη δική του εμπειρία για τους συγκεκριμένους καλλιτέχνες ή και άλλους λιγότερο ή περισσότερο γνωστούς, ας το κάνει παρακαλώ εδώ:

Έγραψε η Pelagia:

Τον "Βαρωνο" τον ακουγαμε οι Σαλονικιοι στο Μινουι, απο τον Σωκρατη,
μεχρι πλην κλεισει ακομη... Εκτοτε ξεχαστηκε το ασμα...
Ξαφνικα το ακουω και βλεποντας στην σελιδα, διαπιστωνω οτι το ειχε
παραγγειλει ο ΑΝΤΩΝΑΣ... Πριν δεν γνωριζα την υπαρξη του στο αρχειο μας...
Εκτοτε του αλλαζω τα φωτα και καποιοι αλλοι θαμωνες που ετυχε να το
γουσταρουν, συμπληρωνουν τα κενα!!!
Έγραψε ο ΑΝΤΩΝΑΣ:

Οι συντελεστές του παρείσακτου "Βαρώνου":

http://www.nickoskapilidis.gr/photos/c001.htm

(από αριστερά 3ος ο Καμπουρέλος & 5ος ο Σωκράτης, σε φωτό του 1979).


Επί πλέον:

forum/viewtopic.php?t=2274

(μνεία για τους ανωτέρω από 3 χρήστες του φόρουμ).


...<<Απ' τους παληούς του μπουζουκιού, στο μαγαζί ερχόταν κι άφησε το στίγμα του o Καμπουρέλος…ήταν πολύ μεγάλος παίχτης. Ο Τσιτσάνης κανα δυο τρείς φορές πέρασε, δεν έμενε στη Θεσσαλονίκη και πολύ, και κανα δυό τρείς φορές ήρθε για επισκευές και καθόταν…γρατζούνισε λίγο. Αυτοί ερχόταν την ώρα που κλείναμε…Τα φέρναν το πρωί και τα παίρναν το βράδυ, πηγαίναν κοιμόταν κι ύστερα ερχόταν…Ο Καμπουρέλος, ο Νταμαλόγιας, ο Σωκράτης…κρατιέται ακόμα. Τότε ήταν φωτοβολίδα καλή, είχαν κι ένα γύφτο κιθαρίστα, τον Γρηγόρη, τεμπίστας φοβερός, αυτός ήταν βιολίστας, παράτησε το βιολί κι έπαιζε κιθάρα, φοβερός… Όλοι αυτοί που παίζανε, ιδίως τα μπουζούκια, την εποχή εκείνη, επειδή δεν υπήρχαν μηχανήματα, και έπρεπε να χτυπάνε την πένα…Τότε το μπουζούκι ήταν τρίχορδο που κυκλοφορούσε, και οι απάνω οι χορδές ήτανε τρείς, σύνολο εφτά, και βάζαν και ψηλά, γιατί άμα το χτυπήσεις ο παλμός είναι ανάλογος με το ύψος που έχει η χορδή από το τάστο, αναγκαζότανε και σηκώναν το καβαλάρη ψηλά…με αποτέλεσμα τα δάχτυλα τους όλα να έχουν κάλους . Το καντίνι ήταν τριπλό, και αναγκαζότανε το βράδυ, αυτό μέχρι το '70, και επειδή πονούσανε τα χέρια τους τα βάζαν στο αλατόνερο…Θυμάμαι όταν ήρθε ο Τσιτσάνης ο θρυλικός , γύρω στο '52-'53, στο παληό το μαγαζί, και μ' έφερε το μπουζούκι κάτι να του κάνω, του λέω:...>>

[Aπό διήγηση του οργανοποιού Κ.Δεκαβάλα (Μάρτιος 2006)] (Βλπ. παρακάτω λινκ)

http://lyk-mous-thess.thess.sch.gr/DRAS ... llas/9.htm

Αυτά από καθαρά Ιστορική πλευρά. Η εμβέλεια τους ήταν καθαρά Σαλονικιώτικη και γλέντησαν ντουνιά πολλά χρόνια, με τα πάνω τους και τα κάτω τους. Το φοιτηταριό θυμάμαι τους υπεραγαπούσε (καλτ φυσιογνωμίες).
Έγραψε ο Ιάσωνας:

Για μας τους λιγο παλαιοτερους (απ τους νεοτερους ηλικιακα στο φορουμ)το ΜΙΝΟΥΙ υπηρξε διασκεδαση συναμα και σχολειο..και ο Βαρωνος με τα ολα του.
Έγραψε ο Alcibiadis:

Με τον Ιορδάνη Τσομίδη είχα τη τύχη να δουλέψω, τρία χρόνια στο Ταξίμι, στις αρχές της δεκαετίας του '80. Όταν τον άκουγα να "ταξιμάρει", όχι μόνο εγώ, αλλά και τ΄ άλλα παιδιά της κομπανίας, έμενα πραγματικό... "κάγκελο"!!
Η αυτοσχεδιαστική του δεινότητα, ο τονισμός του, η τεχνική του κατάρτιση και προ παντός η σοφία, με την οποία τοποθετούσε τις νότες, σε πρόλογο, κυρίως θέμα και επίλογο (σαν να έγραφε την τέλεια έκθεση), ήταν η αιτία που... ντρεπόμαστε να πούμε ότι είμαστε μπουζουξήδες!!!
Αυτός ο άνθρωπος δεν είχε τη δισκογραφία που θάπρεπε, λόγω της "αντιεπαγγελματικής" του συμπεριφοράς και της απειθαρχίας, που εκδήλωνε απέναντι σ΄ αυτούς που είχαν το..."πάνω χέρι"!
Παρ΄ όλα αυτά όμως, υπάρχουν πολλές ζωντανές ηχογραφήσεις από μαγαζιά, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και κάποια στιγμή θα πρέπει επιτέλους να πάρουν κάποιοι πρωτοβουλία, ώστε να διασωθεί αυτός ο τρόπος παιξίματος, που για μένα αποτελεί σεμινάριο!! (Ακόμα πιο πολύ για τους νεώτερους, που παίζουν μπουζούκι και φιλοδοξούν να φτάσουν ψηλά).
Την εποχή εκείνη, που ήμουν "πιτσιρικάς", κρατούσα... πισινή! Έλεγα ότι έχω ν΄ ακούσω πολλούς ακόμα! Τώρα όμως , πού πέρασαν περίπου 28 χρόνια ,(και πάνω στα πάλκα), για το μόνο που είμαι σίγουρος, είναι ότι τέτοιο φαινόμενο δεν μπορεί να έχει επανάληψη!

Έγραψε ο Kwstaspan

ο Jordan ήταν από τους μοναδικούς μπουζουξήδες που έκανε ταξίμι μισή ώρα χωρίς να επαναλάβει ούτε μία φράση!!! Για μένα δεν ξαναγεννιέται τέτοιος άνθρωπος!! Μποέμ κα Μάγκας!!!Και όσο για την φωνή του εγώ προσωπικά πολύ την γουστάρω και στα τελευταία του!!

Άβαταρ μέλους
ntouzenis
More than 150 posts user.
Δημοσιεύσεις: 618
Εγγραφή: 01 Νοέμ 2005 12:54 pm
Τοποθεσία: Χανιά

#2 Δημοσίευση από ntouzenis »

ΙΟΡΔΑΝΗΣ

Ατελείωτος, απροσμετρητης ικανοτητας μουσικος, μπουζουξης σπανιος, κιθαριστας πληρης, μποεμ, μαγκας ρεμπετης, μερακλης, ..ασικλης, ποτης, ακουραστος σε καποιες καταχρησεις, αυπνος για πολλες μερες ενιοτε, απροβλεπτος, ευσυγκινητος, φιλοσοφος, θυμοσοφος, διαβασμενος αρκετα, παρορμητικος συχνα, ειχε καλο θυμητικο, ιπποτης με τις γυναικες, μουρνταρης με μετρο, ανετος με τις αλανιαρες, παραδεχοταν, εκτιμουσε, ακουγε, του τη διναν οι ψευτομαγκες, την ελεγε στους πολυλογαδες, πλησιαζε ομοια ολων των ηλικιων ανθρωπους και αλλα που δεν προλαβα να γνωρισω ...

Ο δισκος του, GREEK TOWN στην Αμερικη (1967 ; ) θεωρω πως ειναι απο τους καλυτερους ελληνικους 33ρηδες μαζι με το Χαραμα του Τσιτσανη, Το χαμογελο της Τζοκοντας (κι αυτος "Αμερικανικος" !!) και καποιους αλλους !!

Επιλογη του να μην μπαινει στο στουντιο συχνα. Μπορω να το εξηγησω αν και ποτέ δεν έλεγε το γιατι νομιζω ... Ηθελε να ειναι σε μεγαλα κεφια παντα οταν επαιζε και αυτο ειναι κατι που δεν το προγραμματιζεις !! Οταν επαιζε χωρις να εχει κεφι, δεν εβγαινε ο πραγματικος Ιορδανης που ηθελε ...
Ας ειναι ελαφρυ το χωμα ...

Καμπουρελο και Σωκρατη δεν γνωρισα ... ξερω οτι στη Σαλονικη χαιρουν εκτιμησης !!

Άβαταρ μέλους
kwstaspan
Δημοσιεύσεις: 40
Εγγραφή: 09 Δεκ 2007 08:21 pm
Τοποθεσία: Κυπαρισσία

#3 Δημοσίευση από kwstaspan »

ΔΥΟ-ΤΡΕΙΣ ΚΟΥΒΕΝΤΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΞΕΧΑΣΤΟ JORDAN

Γεννήθηκε το 1933 στην Κοκκινιά από γονείς πρόσφυγες με καταγωγή απ’ τη Σαμψούντα. Σε ηλικία 12 χρόνων άρχισε να μαθαίνει μπουζούκι και βιολί και λίγο καιρό αργότερα άρχισε να εμφανίζεται σε μικρά θέατρα ως παιδί-ταλέντο. Παράλληλα ασχολήθηκε με τον κλασσικό αθλητισμό και το 1950 ανακηρύχθηκε πρωταθλητής Ελλάδας στα 5.000 μέτρα στην κατηγορία των εφήβων.
Την ίδια περίπου εποχή θα κάνει τα πρώτα του επαγγελματικά βήματα στο χώρο του λαϊκού τραγουδιού, συμμετέχοντας σε λαϊκές ορχήστρες που περιόδευαν σε μαγαζιά της επαρχίας: στο Βόλο, στην Άρτα, στην Πρέβεζα, στη Θεσσαλονίκη και στο Αγρίνιο. Γυρνώντας στον Πειραιά, θα πιάσει δουλειά στο μαγαζί του «Περιβόλα» στην Κοκκινιά, μαζί με τον Πρόδρομο Τσαουσάκη. Από τότε καθιερώθηκε σαν ένας απ’ τους καλύτερους μπουζουξήδες στα λαϊκά πάλκα.
Το 1957 ο Ιορδάνης Τσομίδης, όπως και τόσοι άλλοι δεξιοτέχνες μπουζουξήδες, θα φύγει για δουλειά στην Αμερική. Για 15 περίπου χρόνια θα παίξει σε μαγαζιά της Νέας Υόρκης, του Λος Άντζελες, του Σαν Φραγκίσκο, του Χόλιγουντ, του Λας Βέγκας, της Νεβάδα και αλλού. Εκεί θα γίνει ονομαστός όχι μόνο ανάμεσα στους Έλληνες ομογενείς, αλλά και στους Αμερικάνους ακροατές, αποκτώντας διάσημους φίλους και θαυμαστές, όπως ο Τζακ Νίκολσον, η Τζέιν Φόντα, η Σίρλεϊ Μακλέιν και πολλοί άλλοι.
Το 1973 ο Ιορδάνης θα επιστρέψει στην Ελλάδα και θα προσπαθήσει να φτιάξει ένα δικό του μαγαζί. Δεν θα τα καταφέρει όμως και θα αναγκαστεί να ξαναφύγει στο εξωτερικό. Θα παίξει πάλι στην Αμερική και έπειτα σε μαγαζιά και συναυλίες στην Ευρώπη, σε διάφορες πόλεις της Αγγλίας, της Ολλανδίας και της Γερμανίας.
Στο εξωτερικό θα ηχογραφήσει αρκετούς δίσκους. Ανάμεσά τους υπάρχει και η συμμετοχή του σε έναν τζαζ δίσκο (Greek cooking) που ηχογράφησε το 1966 με το σαξοφωνίστα Phil Woods και άλλους μουσικούς της πολυεθνικής σκηνής της Νέας Υόρκης.
Την τελευταία δεκαετία ο Τσομίδης προτίμησε να δουλεύει σε μικρά μαγαζιά, όπου το μπουζούκι του είχε τον κυρίαρχο ρόλο. Το πρώτο που γινόταν αμέσως αντιληπτό από τους μαγαζάτορες, αλλά και τους πελάτες ήταν ότι ο Ιορδάνης θα ανέβαινε στο πάλκο να παίξει μόνο όταν ο ίδιος είχε τη διάθεση κι αυτό γινόταν συνήθως αργά, μετά τις δύο το βράδυ. Το πρόγραμμά του βασιζόταν στην εξής λογική: «Δεν υπάρχει πρόγραμμα, παίζουμε ό,τι μας αρέσει την κάθε φορά».
Ο αυτοσχεδιασμός ήταν ένα εξίσου βασικό χαρακτηριστικό της παρουσίας του Τσομίδη, σε αντίθεση με τη σύγχρονη καθημερινότητα, όπου στα περισσότερα -αν όχι όλα- τα μαγαζιά οι οργανοπαίχτες είναι αναγκασμένοι να λειτουργούν στην υπηρεσία του «τραγουδιστή-φίρμα», παίζοντας σχεδόν το ρόλο του καλά προγραμματισμένου τζουκ μποξ.
Τα ταξίμια του Τσομίδη είναι πραγματικά ανεπανάληπτα. Ο οργανοποιός και φίλος του Παναγιώτης Βαρλάς λέει χαρακτηριστικά: «Ο Ιορδάνης μπορεί να σου παίξει μισή ώρα ταξίμι, χωρίς να επαναλάβει ούτε μια φράση, χωρίς να αντιγράψει ούτε μια πενιά».
Για τον Τσομίδη μπορούμε να υποστηρίξουμε άφοβα ότι ήταν ένας από τους πιο πλούσιους μπουζουξήδες. Πλούσιος βέβαια στον ήχο του και στην ποικιλία στο παίξιμό του και όχι όσον αφορά την οικονομική του κατάσταση, η οποία ήταν ίδια με αυτή των περισσότερων παλιών σημαντικών μουσικών του λαϊκού μας τραγουδιού. Γιατί εκτός από τον μποέμικο χαρακτήρα που δεν του επέτρεψε να κάνει κάποιες ...επενδύσεις, ο Τσομίδης κατάφερε να πάρει ένα μικρό επίδομα από το κράτος μόλις στα 73 του χρόνια. Κι αυτό δεν πρόλαβε να το χαρεί...

Και ένα βιντεάκι http://www.youtube.com/watch?v=W0PS0YAVGY8

ΑΝΤΩΝΑΣ
More than 150 posts user.
Δημοσιεύσεις: 169
Εγγραφή: 22 Νοέμ 2006 06:41 pm

#4 Δημοσίευση από ΑΝΤΩΝΑΣ »

Κιουπρούλης Στέφανος ή Χοντρονάκος
===========================

Συνέντευξη του Χοντρονάκου στον Ν.Παπαδάκη (1993 στη "Στοά Αθανάτων").
[Μεγάλο το κείμενο της αλλά, πιστεύω, αξίζει σαν μνημόσυνο σε μια εμβληματική μορφή του Ρεμπέτικου της Θεσ/νίκης και όχι μόνον].


{ Για κάποια στοιχεία που πιθανώς θα εγερθούν επιφυλάξεις, θα σημειώσουμε ότι οι επιφυλάξεις είναι και δικές μας. Όμως η μαρτυρία του Νάκου είναι αυτή και αυτήν καταθέτουμε με σεβασμό και στην δημοσιογραφική δεοντολογία αλλά και στην μνήμη του}.

Ο Χοντρονάκος ήταν αυθεντικός, αθυρόστομος, ρεμπέτης «ψυχή τε και σώματι», που γενναιόδωρα γλέντησε όλους όσους, κάποια βράδια, του εμπιστεύθηκαν το κέφι τους, τη χαρά τους, τον καημό τους, τον νταλκά τους, την μέθη τους, την παρεκτροπή τους. Και ο Χοντρονάκος ήταν «πάντα εκεί», για να δώσει το δικό του βάλσαμο. Αυτόν τον μήνα, (Ιούνιος 2008), κλείνουν δέκα χρόνια από τον θάνατό του. Η παρούσα, είναι αφιερωμένη στην μνήμη του. Μια μνήμη ανεξίτηλη... Ας τον αφήσουμε να αφηγηθεί:

ΓΙΑ ΤΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ

Από Μικρασία ήλθαν πολλοί μουσικοί αλλά οι περισσότεροι τα παρατήσανε. Από κει ήλθε και ο πατέρας μου, που είχε κομπανία στη Σμύρνη, οι Σκαρβέληδες. Ο Κώστας, η αδελφή τους η Ευγενία και του Παπαϊωάννου η μάνα αδελφή τους ήτανε, έγραφε στίχους (Χρύσα). Ο Παπαϊωάννου ήτανε πρώτος μου ξάδερφος. Ο πατέρας μου ήτανε από τους καλούς μουσικούς, έπαιζε σαντούρι, ούτι, βιολί, τζουρά, σάζι, ήταν και βυζαντινός ψάλτης. Έλεγε: «Σ' αυτό το επάγγελμα είσαι ζητιάνος. Ζητιανόξυλα είναι αυτά. Δεν θα μείνεις νηστικός ποτέ, αλλά δεν θέλω να γίνεις μουσικός». Κονόμαγα κάνα φράγκο, αγόραζα ένα μπουζούκι, το πήγαινα σπίτι, τό 'πιανε και τό 'σπαζε στα ίσια και με πλάκωνε στο ξύλο. Έπαιζα με την σκούπα, έπαιζα με κολοκύθια... Όλα τα όργανα του τα &micro;―Η&micro; δώσει, εκτός απ' τον τζουρά. Τό 'πιασα μια μέρα και έπαιζα, με βρίσκει με πλακώνει και μ' αυτό. «Δεν θα σε κάνω ζητιάνο, θα σε κάνω γιατρό, κάτι άλλο...». Έλα όμως που ήταν η τρέλα μου. Εν τέλει από 10 χρονών έπιανα πουλιά στο μπουζούκι. Δεκαπέντε χρονώ πήρα καλό μπουζούκι και το κρέμασα. Στο σπίτι, μια μέρα, κατοχή ήτανε, βρέθηκαν ο Μάρκος, ο Στράτος, ο Μπάτης, ο Αρτεμης, ο Παπαϊωάννου και εγώ είμαι δίπλα στης γιαγιάς μου τον μπαξέ. Παίρνω και εγώ το μπουζούκι και έπαιζα μαζί τους. Κάποια στιγμή μ' ακούσανε. Λέει ο Μάρκος: «Ποιος παίζει;». «Αχ, τον πούστη!», λέει ο γέρος μου, σηκώνεται απάνω και έρχεται. Τα βάζει με την γιαγιά μου, φωνές κακό. Του λέω: «Αυτό το μπουζούκι δεν θα μου το σπάσεις. Το 'μαθα πια, τελείωσε...». Με παίρνανε μετά και τους έπαιζα κάτι ρεμπέτες από τη Θεσσαλονίκη. Ο Μήτσος ο Σκύλος, ο Πεπόνης, ο Κόκκορας και άλλοι... Και φαντάρος έπαιζα, είχαμε κάνει ένα συγκρότημα. Παίζαμε, την βγάζαμε μάγκικα. Μετά έμπλεξα, μπήκα φυλακή...

Ερ.: Γιατί πήγες φυλακή;

Απ.: Έδειρα ένα λοχαγό. «Γιατί άργησες στο προσκλητήριο:». Εγώ δούλευα στην ταβέρνα. Μαλώσαμε, λογοφέραμε, τον πλάκωσα και με στέλνουν τρία χρόνια φυλακή. Πέντε με δικάσανε, τρία έκατσα.

Ερ.: Πού τά 'βγαλες αυτά;

Απ.: Στο Εφταπύργιο, στη Μακρόνησο και στη Καλλιθέα. Αλλά και πάλι δούλευα. Στην Μακρόνησο είμαστε με τον Μπιθικώτση στο αντίσκηνο, τον Θεοδωράκη, τον Μάνο Κατράκη και τον Βασίλη Διαμαντόπουλο τον ηθοποιό. Με τον Μπιθικώτση και τον Ορφέα τον Κρεούζη πηγαίναμε στους αξιωματικούς, ρίχναμε πενιές και κονομούσαμε κάνα τυρί, κάνα βούτυρο, κάνα κομμάτι κρέας, για τους άρρωστους. Δίναμε και συναυλίες με τα μπουζούκια, θεατρικές παραστάσεις. Εν τω μεταξύ έγραφα στίχους. Τους έστελνα στον Τσιτσάνη να μου στέλνει κάνα χαρτζιλίκι, έστελνα και στον Παπαϊωάννου.

Ερ.: Γίνανε αυτοί οι στίχοι γνωστά τραγούδια;

Απ.: Γίνανε...

Ερ.: Μπορούμε να πούμε ποια είναι;

Απ.: Πρέπει να ψάξω, δεν θυμάμαι καλά. Τα 'χω σημειωμένα, αλλά είναι στη Θεσσαλονίκη. Θυμάμαι όμως κάποια, το «Μάγκα μου συμμορφώσου πια» του Τσιτσάνη, «Η Κατινούλα», η «Σαλονικιά», σ' αυτό πάνω εγώ έβγαλα τώρα τη Δημητρούλα. «Ήταν μια Τρίτη βροχερή, καταραμένη μέρα» το «Τρελό καψώνι φάγαμε», ο Τσιτσάνης το 'κάνε. Σ' αυτά δεν έχει μπει τ' όνομα μου. Ούτε είχα ανάγκη να μπει. Ούτε ήξερα τι σημαίνει αυτό το πράγμα, δικαιώματα κ.λ.π.
Όταν απολύθηκα πήγα στο «Πίγκαλς», ήταν ο Παπαϊωάννου, Χιώτης, Μπέμπης, με είδε ο Τσιτσάνης κακοντυμένο, με πήγε μ' έντυσε, με χαρτζιλίκωσε, μου λέει: «Θα παίξεις εδώ», γιατί ήμουνα και καλό όργανο. Δούλεψα δύο-τρεις μήνες εκεί. Πήγα στη Θεσσαλονίκη μετά, μου λέει ο πατέρας μου: «Θα σταματήσεις το μπουζούκι, θα πάρεις ένα φορτηγό». Έβγαλα δίπλωμα, δούλεψα το φορτηγό, το μπουζούκι το είχα στ' αμάξι, δεν το άφηνα σπίτι μη το σπάσει ο γέρος. Και το βράδυ πήγαινα στην ταβέρνα της γειτονιάς, στη Νεάπολη, ρίχναμε πενιές, κονομούσαμε. Στην Κατοχή παίζαμε στου «Κέρκυρα», εκεί ήταν τα μπουρδέλα. Παίζαμε μέρα γιατί απαγορευόταν η κυκλοφορία νύχτα. Ήταν ο Γενίτσαρης, ο Τσιτσάνης, ο Καλδάρας, ο Μπίνης, ο Παπαϊωάννου, ο Μπιρ - Αλλάχ, ο Ανέστης ο Δελιάς, ο Μπακάλης. Ήταν ο αγαπητικός. Καλό παιδί.
Με βλέπανε οι παλιοί οι μεγάλοι και λέγανε: «Κάτι θα 'χει ο πιτσιρικάς, να μας πει κάνα καινούργιο». Το ακούγανε, το παίρνανε, το άκουγα μετά δυο-τρεις μήνες από δίσκο. Καλά κάνανε, δεν με ξεχάσανε, μ' εκτιμούσανε και ακόμα μ' εκτιμούνε. Ο Τσιτσάνης με εκτιμούσε ιδιαίτερα, να πάω σπίτι του, η οικογένεια του να με δεχτεί... Ο Χιώτης ωραίος φίλος. Μ' αγαπούσε υπερβολικά. Τον είχα δώσει ένα τραγούδι, το «Κοντεύουνε χαράματα κι ο ύπνος δεν με παίρνει». Είναι δικό μου, μουσική - στίχος. Αυτός όμως τα 'κάνε καλύτερα. Δεν πέρασε όμως σαν τραγούδι . Το λέει κάπου και η Μπέλλου σε νέα έκδοση. Δεν ξέρω αν τό 'δώσε ο Χιώτης και μπήκε σ' άλλο όνομα γιατί τα κάνανε αυτά οι εταιρείες, βάζανε τραγούδια στ' όνομα αυτών που προωθούσανε.
(Σ.Σ. Το τραγούδι υπάρχει στο όνομα του Απόστολου Καλδάρα με τον Πρ. Τσαουσάκη και Ι. Γεωργακοπούλου. 1949.)
Γινότανε αρπαγές. Την Παπαγιαννοπούλου την ρίξανε κατά κόρον, πουθενά δεν την βάζανε. Και του πατέρα μου έχουν πάρει τραγούδια ο Μάρκος, ο Μπάτης, ο Χατζηχρήστος, αλλά δεν θυμάμαι ποια. Δεν έχω ντοκουμέντα, όμως γινότανε πάντα αυτό. Αν ήξερα τότε πως θα γίνω επαγγελματίας, θα είχα βρει την φόρμουλα και θα ήμουν κατοχυρωμένος.
Αλλά ήμουν πιο πολύ ερασιτέχνης. Έγραφα, τα 'παιζα, τα παίρνανε, τα γράφανε, τ' άκουγα και... χαιρόμουνα. Πράγματι χαιρόμουνα. Με ικανοποιούσε κατά κάποιο τρόπο. Έλεγα, χαλάλι του. Και το ξέρανε και δέκα φίλοι στη Θεσσαλονίκη ότι εγώ το 'βγαλα... αλλά με λέγανε κορόιδο. Εδώ είναι το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι» του Χρήστου Μίγκου, σίγουρα. Ήταν φυλακή ο Μίγκος και από εκεί το 'δώσε στον Καλδάρα, ήταν πολύ φίλοι.

ΓΙΑ ΤΗΝ ΡΕΜΠΕΤΙΚΗ ΣΚΗΝΗ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Τα πρώτα ερεθίσματα τα πήρα από Μικρασιάτες. Υπήρχαν κομπανίες με σαντούρια στα καφέ-σαντάν, ήταν το «Πανελλήνιο», ο «Λούκουλος», του «Μαλίκ - Μπέη», τραγούδησε η Εσκενάζυ και η Αμπατζή εκεί. Ήταν Σμυρνιοί και Πολίτες οι περισσότεροι. Δεν ταιριάζουν μεταξύ τους αυτοί. Έλεγες, «Πάμε στο Σμυρνέικο», ή «Πάμε στο Πολίτικο». Στο Πολίτικο άκουγες κιμπαριλίκι, οι Σμυρνιοί είχανε πιο πουτανιά, είχανε μπάλλους, τσιφτετέλια, «κούνα το κούνα το το κορμάκι σου, να δω και να θαυμάσω το κεφτεδάκι σου». Άλλος έλεγε «το πατάκι σου», άλλος «το κωλαράκι σου». Ενώ οι Πολίτες ήταν πιο σοβαροί. Είχανε το ζεϊμπέκικο, το χασάπικο, καρσιλαμάδες ωραίους, που τους χορεύανε με τα μαχαίρια, παράσταση κανονική και σεβότανε ο κόσμος. Παράγγελνες ένα τραγούδι, «Κύριε Νίκο το τραγουδάκι σας», χόρευε ο Νίκος και χτυπούσανε παλαμάκια, σεβότανε τη μουσική, χειροκροτούσανε και το Νίκο, χόρευε δε χόρευε καλά δεν τον κοροϊδεύανε. Ύστερα, αν έσπαγε ένα ποτήρι στο σμυρνέικο δεν γινότανε καβγάς και σπούσανε και πιάτα. Όμως εκεί που ήτανε οι Κωνσταντινουπολίτες οι μάγκες, άμα σπάγανε ένα ποτήρι, έπρεπε να σηκωθεί και να ζητήσει συγνώμη από όλο τον κόσμο. Ειδεμή θα τον σκοτώνανε.

Μετά μπήκαν οι Γερμανοί και διαλύσανε αυτά. Στη ρεμπέτικη πιάτσα της Θεσσαλονίκης τότε ήταν ο Νίκος Νερατζόπουλος, ράφτης, μπουζούκι - σάζι, ο Μπάλης ο Μήτσος ο κουρέας μπουζούκι - μπαγλαμά, ο Αντώνης ο Πεπόνης ταπετσέρης, γερό όργανο, μπουζούκι ο Γιάννης ο Μπάκακας, ο Ντίνος ο Καρούμπαλος, ο Στελλάκης, ο Βαγγελάκης, ο Τσανάκας ο Χρήστος, ο Χρήστος ο Μπαρτζάνος. Είχανε τις δουλειές τους και παράλληλα πηγαίνανε στην ταβέρνα να κονομήσουνε χαρτούρα. Στη Τούμπα ήταν ο Καρούμπαλος ο Κώστας, ο Βαγγέλης ο Σμυρνιός, τα Αραπάκια τ' αδέλφια βιολί και ούτι, γύφτοι της Μικράς Ασίας, κατσίβελους τους λέγανε. Ο μπάρμπα-Γιάννης ο Σαντουράκιας, ο Πετμεζάς, αυτός με τα υφάσματα - ρετάλια στη Θεσσαλονίκη, είχε το καλύτερο συγκρότημα, τη Ρίτα τη Θεσσαλονικιά, μια χοντρή με καταπληκτική φωνή. Ερχότανε και οι Αθηναίοι και γινότανε συγχώνευση. Ο Μάρκος, ο Στράτος ο τεμπέλης, ο Μπάτης, ο Αρτεμης, ο Γενίτσαρης πολλές φορές, ο Τσιτσάνης, ο Καλδάρας, ο Στελλάκης, ο Παπαϊωάννου, ο Καραπατάκης, ο Χιώτης, ο Μιχαλόπουλος. Ερχότανε ο Παπαϊωάννου και έμπαινε σ' ένα συγκρότημα με σαντούρια. Ήτανε κάτι πρωτότυπο το μπουζούκι. Τον Ζαμπέτα δεν τον θυμάμαι τότε, μετά την Κατοχή. Ο Ζαμπέτας είναι από τα πρώτα όργανα στο ρεμπέτικο. Άπιαστος, για μένα είναι ο καλύτερος απ' αυτούς που μείνανε, το προωθεί το ρεμπέτικο και του αξίζει.

ΓΙΑ ΤΗΝ ΡΕΜΠΕΤΙΚΗ ΖΩΗ

Οι ρεμπέτες δεν είναι άνθρωποι να τους βάλεις στο κλουβί, να τους πεις εδώ είστε. Όχι. Ο ρεμπέτης είναι ένας τύπος που ξεκινάει μόνος του, έχει δικά του σημεία, κάνει ότι θέλει και ζει τη ζωή του όπως θέλει. Ή παίζει όργανο ή όχι, κι εσύ που δεν παίζεις είσαι ρεμπέτης. Δεν σ' αρέσει το ντύσιμο το πολύ, δεν σ' αρέσει να κάθεσαι στον καθρέφτη, άμα δεν μπορείς να συνεννοηθείς σηκώνεσαι και φεύγεις, δεν έρχεσαι στους καβγάδες, είσαι διαλλακτικός, είσαι σαν το πουλί. Δηλαδή εγώ τον ρεμπέτη τον χαρακτηρίζω σαν ένα πουλί, που «πετάει εδώ, πετάει εκεί και όπου τη βρίσκει κελαηδάει». «Το μερακλίδικο πουλί ποτέ φωλιά δεν κάνει». Τους κυνηγάνε, αλλά οι ρεμπέτες είναι σαν πηγή, σαν το νερό. Όσο και να το φράξεις το νερό, θα βρει διέξοδο να βγει. Γι' αυτό οι ρεμπέτες δεν θα χαθούνε αφού βγαίνουν έτσι από την φύση. Είναι ρεμπέτισσα η φύση αν το εξετάσεις. Τα ποτάμια, η βροχή, ο αέρας, οι βροντές, οι ήχοι της φύσεως είναι οι εφτά νότες. Έπαιρναν οι ρεμπέτες το μπουζούκι, μάζευαν ραδίκια στο δρόμο, έτρωγαν φρούτα και πήγαιναν εδώ, εκεί. Άνθρωποι ελεύθεροι που δεν ξεχώριζαν σύνορα και πατρίδα. Αλλά όταν έχουν υποχρεώσεις, είναι πιστοί, είναι καλοί οικογενειάρχες, έχουν μπέσα, ο λόγος τους είναι λόγος. Ό,τι πει ο ρεμπέτης είναι νόμος. Δεν σου λέει είπα, ξείπα...

Στην Κατοχή κάναμε διάφορα σαμποτάζ στους Γερμανούς. Μπήκαμε σε ένα στρατόπεδο και τους κλέψαμε τα λάστιχα από τ' αυτοκίνητα, κάτι φάρμακα, κάτι ανταλλακτικά, ό,τι βρήκαμε. Με δικάσανε σε θάνατο, αλλά απέδρασα από το στρατόπεδο του Παύλου Μελά και βγήκα στο βουνό, με το ΕΑΜ - ΕΛΑΣ. Ήμασταν τσακάλια, 17άρηδες τότε, δεν καταλαβαίναμε τίποτα. Σαλταδόροι, κλέβαμε τους Γερμανούς και το βράδυ, το μπουζούκι μπουζούκι. Ήμασταν τακίμι εγώ, ο Χρηστάκης και ο Κόκκορας.

ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΟΚΚΟΡΑ

...ήταν μπουζούκι ιδιόρρυθμο. Ρουσσάκης Γιώργος λεγόταν. Ο πατέρας του λοχαγός. Από το Ηράκλειο Κρήτης καταγότανε. Η μάνα του από το Ασβεστοχώρι, δασκάλα. Κάνανε δυο παιδιά, ένα κορίτσι (είναι τώρα συμβολαιογράφος στον Ορχομενό) και τον Γιώργο, τον Κόκκορα. Υπηρέτησε μαζί με τον Ζαμπέτα στην αεροπορία. Είχε κληρονομήσει στη Θεσσαλονίκη μια πολυκατοικία, ένα μαγαζί και ένα φούρνο. Αυτός δεν δούλευε. Μπουζουκάκι, καφενείο και τεκέδες. Ανταμώναμε τα βράδια, κολλούσαμε στο τραγούδι, είχε ιδιόρρυθμη φωνή. Τέρας μορφώσεως και τέρας αλητείας. Έβγαλε το Γυμνάσιο, αλλά το μπουζούκι μπουζούκι και η αλητεία, αλητεία. Ήταν κακομούτσουνος, άσχημος, γουρλομάτης, στραβομύτης, αδύνατος, με τον Βαρδάρη, έπρεπε να τον δένω μη τον πάρει ο αέρας, τόσο ελαφρύς. Αλλά είχε μια φωνή τέτοια, που την μιμήθηκε ο Χρηστάκης. Ίδια η φωνή του Κόκκορα, όταν ακούω Χρηστάκη ακούω τον Κόκκορα. Μπουζούκι γρήγορο, πιο γρήγορος κι απ' τον Χιώτη, αλλά ήταν άχρονος, αν δεν είχε κιθάρα να τον κρατάει σε πέταγε από τον Λευκό Πύργο κάτω. Καλό παιδί, τίμιος.

Όλα τα κουσούρια τα είχαμε. Κουμάρια παίζαμε, χασίσι πίναμε, για να παίξεις μπουζούκι πραγματικό έπρεπε να μπεις στον τεκέ, στους τεκέδες ήταν τα μπουζούκια, όπως λέω στο τραγούδι «Χρόνια οι μάγκες είχανε, μες τον τεκέ κρυμένο, μπουζούκι όμορφο γλυκό και περιφρονημένο». Τεκέδες λαϊκοί, τεκέδες σαλονίσιοι, για την αριστοκρατία, πιο ακριβός ο αργιλές αλλά έμπαινες σε χαλιά, καθαριότητα, άλλο «σχέδιο» μαύρο. Τώρα δεν υπάρχουν τεκέδες. Όσο υπήρχανε τεκέδες δεν υπήρχε πρέζα. Κυνηγήσανε το μαύρο, βγάλανε την πρέζα. Καταστρέφουν την νεολαία έτσι. Που λένε χασικλής - εγκληματίας; ποτέ. Ο χασικλής μόλις φουμάρει είναι δειλός. Κάνει τα κέφια του, ούτε μαλώνει, ούτε σκοτώνει. Αυτοί με τα σκληρά ναρκωτικά και ληστεύουνε και σκοτώνουνε. Ο Κόκκορας έπινε μόνο μαύρο. Και 'γω ακόμα πίνω αν βρω, παρ' ότι δεν είμαι στην υγεία μου καλά. Πρέπει να το αφήσει ελεύθερο η πολιτεία και να κυνηγήσει τα σκληρά. Γιατί εκεί, πέφτουνε οι νέοι και δεν σηκώνονται.

Με τον Κόκκορα, κάθε βράδυ είμασταν μαζί. Τον έπαιρνα ταξίδια με το φορτηγό, Σέρρες, Δράμα, Καβάλα, Αλεξανδρούπολη, Φλώρινα, Λάρισα. Τα μπουζούκια στο αυτοκίνητο και όπου πηγαίναμε, στήναμε, παίζαμε, γλεντούσαμε. Στη Θεσσαλονίκη παίζαμε σε καλά μαγαζιά, όχι σκυλάδικα, μας γουστάρανε. Είχαμε μαζί μας πολύ κόσμο και από τα ανώτερα και από τα κατώτερα στρώματα. Με τον Κόκκορα περάσαμε χρόνια τακίμι. Δεν χαλάσαμε ποτέ την φιλία μας. Κι όταν παρεξηγιόμαστε, πίναμε μαζί έναν άργιλε και τα κάναμε όλα καπνό... Είχα φτιάξει ένα μαγαζί το '69, με τον αδελφό μου, την «Καλύβα». Κι ο Κόκκορας μαζί. Δέκα τραπέζια αλλά γινότανε χαμός, για να μπεις έπρεπε να τηλεφωνήσεις μία βδομάδα πριν. Μετά τρία χρόνια, πήραμε ένα μεγαλύτερο μαγαζί, ένα θερινό που να τους χωρά. Αναγκαστικά πλαισιωθήκαμε και μ' άλλους, με γυναίκες κλπ. Ο Κόκκορας δεν την εύρισκε, ούτε εγώ την εύρισκα. Μου λέει: «Φεύγω, πάω στην ταβέρνα του Μπέμπη και θα έρχομαι στις 2 η ώρα για το ρεμπέτικο». Αναγκάστηκα έτσι να πάρω την Μαριώ, μια πολύ ωραία τραγουδίστρια και ρεμπέτικη και ελαφριά. Δεθήκαμε μετά και είμαστε 20 - 25 χρόνια μαζί. Ο Κόκκορας πέθανε από κύρωση του ύπατος το 1976, ήταν μπεκρής. Έπινε μια οκά ούζο χωρίς μεζέ. Ήταν στο νοσοκομείο και είχε πάει ο αδελφός μου να τον δει. Του λέει: «Πες στο Νάκο να έρθει». Πάω το μεσημέρι, «Καλώς τον φίλο μου» μου λέει και μου πιάνει το χέρι, μου το σφίγγει και πέφτει σε σπασμούς, χωρίς να μ' αφήσει, με σφίγγει δυνατά, με τεράστια δύναμη. Έρχεται ο γιατρός, του βγάζει τον ορό, μου 'σφίγγε το χέρι, πιο σιγά, πιο σιγά, άαααπ, παραδόθηκε. Το 'μαθέ ο κόσμος, έγινε η κηδεία στην Καλαμαριά. Τι να σου πω, τι έγινε. Όλοι κλαίγανε. Ήταν η μισή Θεσσαλονίκη στην κηδεία του. Την ώρα που τον βάζανε στον τάφο, έπεφταν μέσα ούζα πενηνταράκια, κρασιά, τρίφυλλα τσιγάρα, φούντες, ένα μπαγλαμαδάκι του 'ριξα εγώ... οδυρμός. Η αδελφή του απορούσε: «Τόσες γνωριμίες είχε ο αδελφός μου;». Τη λέω: «Τι νόμισες; Επειδή ήταν μπουζουξής, χασικλής και μπεκρής, ήταν και κακός άνθρωπος; Ήταν το πιο σωστό παλικάρι. Του άρεσε αυτός ο δρόμος, το μπουζούκι». Έχουμε κάνει 2-3 τραγούδια μαζί, το ένα το είπε ο Στράτος ο Τεμπέλης και το άλλο ο Χρηστάκης, είναι «Η ρουλέτα» το ένα. Είχε πολλά, αλλά όχι δισκογραφημένα. Τα 'χω γραμμένα όλα εγώ. Θα τα βγάλω με τ' όνομα του...

Είχε κάνει ένα παιδί ο Κόκκορας στους Αγίους Αναργύρους, όταν υπηρετούσε στην Αεροπορία με τον Ζαμπέτα. Το αποκατέστησε όμως, του 'δώσε και τ' όνομα του. Φίνα ξηγήθηκε.

Αν είχα σκεφτεί επαγγελματικά, δηλαδή την τέχνη μου να την κάνω εμπόριο, θα είχα βρει άκρια. Μέχρι σήμερα ακόμα παίζω για κέφι μου, δεν παίζω επαγγελματικά. Δεν με νοιάζει το χρήμα. «Μπαίνω στο παλκοσένικο και κάνω τον αρτίστα και όλοι με φωνάζουνε Νάκο ζαμανφουτίστα». Κι εγώ τους λέω: «Γιατί άμα λάχει δηλαδή είμαι κι εγώ ένα πουλί, πετάει εδώ πετάει εκεί κι όπου τη βρίσκει κελαηδάει». «Σαν παίρνω το μπουζούκι μου το κέφι να κάνω, ποτέ μου μεροκάματο μάγκες μου δεν ζητάω». Βρήκα; Θα τσιμπίσω κάτι. Θα παίξω μετά να ικανοποιήσω τον κόσμο, να ικανοποιηθώ κι εγώ. Όταν ένας καλλιτέχνης ικανοποιεί τον εαυτό του μ' ένα έργο του, οπωσδήποτε ικανοποιεί και αυτούς που τον ακούνε. Εγώ έχω τραγούδια στο συρτάρι, που λέω αν τα κάνω δίσκους θα πεθάνω. Και τη λέω τη Μαριώ: «Τα ξέρεις τα τραγούδια, αν πεθάνω κάντα δίσκους εσύ». Δεν θέλω να πουλήσω αυτό το οποίο το έχω για μένα. Θα πω ορισμένα απ' αυτά, που έρχονται κάποιες στιγμές ιδιαίτερες όπως προχθές με τον Αριστο τον φίλο μας. Αυτά τα ακούω εγώ και όσοι τύχουνε.

Ο Γιάννης ο Παπαϊωάννου είναι πρώτος μου ξάδελφος, η μάνα του και ο πατέρας μου αδέλφια. Είναι καταγωγής από την Κίο και ήλθανε εδώ στη Νέα Κίο με καράβια. Ο πατέρας μου ήλθε το '12 στη Θεσσαλονίκη. Στη Μικρασία, Τούρκος δεν είχε μπει μέσα στο χωριό. Όλοι οι Κιώτες ντερβίσια και νταηλήδες. Με τον Γιάννη παίξαμε μαζί στη Θεσσαλονίκη. Κανείς δεν μπορεί να παίξει τα σόλο του Παπαϊωάννου. Ήταν από τα καλά όργανα. Τον αγαπούσε πολύ ο πατέρας μου, σαν μάγκας ήτανε σωστός. Ο πατέρας μου του έδινε τραγούδια, «Διάλεξε όποια θες» του έλεγε. «Όμως μην βάλεις το όνομα μου, δεν θέλω, το έχω αλλάξει. Λέγομαι Κυπριούλης, όχι Σκαρβέλης, έκανα οικογένεια, θέλω να ξεφύγω». Ο αδελφός του πατέρα μου, ο Κώστας Σκαρβέλης ή Παστουρμάς ο γνωστός, είχε μείνει ελεύθερος γεροντοπαλλήκαρο, έβλεπε ο πατέρας μου τις συνήθειες του και δεν γούσταρε.
................
Εγώ έχω ρεμπέτικα με διάλογο. Λέει η γκόμενα, η Μαριώ: «Δεν είμαι 'γω ρε μάγκα κορόιδο του παππά, να σου τα δίνω φίλε ταχτικά». Ο παππάς είναι το τρίφυλλο. «Κι αν είμαι αλανιάρα, το ξέρεις πως μπορώ, μια μέρα πάλι να συμμορφωθώ». «Να πας να βρεις γυναίκες με πλούτη με ρημάδια στη ζωή, να πας και 'συ ξανά να μην σε δω φιγουρατζή». Αυτό το είχα δώσει στον Τσιτσάνη κι άλλο ένα το «Δεν μ' αρέσει να δουλεύω», που έβαλε τη Θεσσαλονίκη μέσα, «Είσαι το καμάρι της καρδιάς μου», πάνω στη δική μου μουσική το 'φτιάξε. Εγώ στον δικό μου στίχο λέω: «Με κατηγορείς πως είμαι αλάνι και γυρίζω μες τα ταβερνιά, κι όλο μου γυρεύεις εξηγήσεις, θα με κάνεις μόρτισσα φονιά». «Όοο! Δεν μ' αρέσει να δουλεύω, όοοο θέλω πάντα να γλεντώ». Αυτά τα δύο τα έδωσα στον Τσιτσάνη, τα έκανε όπως ήθελε, τα μετέτρεψε.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΔΙΣΚΟΥΣ

Δισκογράφησα τα «Ρεμπέτικα της Θεσσαλονίκης» μ' έναν καθηγητή του Πανεπιστημίου, τον Ξ. Κοκόλη που γράφει για την ιστορία της Θεσσαλονίκης, με τον συγγραφέα τον Ντίνο τον Χριστιανόπουλο. Αν θα δεις τον δίσκο, ο Ξ. Κοκόλης γράφει και την ιστορία κάθε τραγουδιού ξεχωριστά, σε λεπτομερές ένθετο. Λέμε για την αγορά της Θεσσαλονίκης, λέμε για τις γυναίκες της Θεσσαλονίκης, λέμε για τον Γεντί Κουλέ. Έχω και δύο δικά μου τραγούδια για τη Θεσσαλονίκη. Και στον δεύτερο δίσκο, βάλαμε πάλι για τη Θεσσαλονίκη ρεμπέτικα, με την Μαριώ, ενώ ετοιμάζεται και ένας τρίτος δίσκος, πάλι με δύο δικά μου που θα πει η Μαριώ, κάποια άλλα ο Κ. Μακεδόνας και η Γλυκερία. Θα είναι συνολικά έξι δίσκοι. Ποιο ήταν αυτό, ποιο εκείνο. Ποιο το Πεξινάρι, ποιος ο «Χατζήμπαξές». Η Θεσσαλονίκη τότε ήταν όλο μπαξέδες. Από τις γραμμές του τρένου περνούσε ένας δρόμος που πήγαινε στα σφαγεία, με καλντερίμι και έτσι είναι ακόμα. Εκεί μεσ' στα δέντρα ήταν ένα κέντρο, ο «Χατζημπαξές» και πηγαίναμε και διασκεδάζαμε εκεί μέσα στα πουλιά, το καλύτερο κέντρο.

Είχε κρεμμυδάκια, είχε ντομάτες κι η θάλασσα κοντά στο Πεξινάρι, ψαράκια, τα σφαγεία κοντά, γλυκάδια, συκώτια, τα καλύτερα και πήγαινε ο κόσμος και την έβρισκε με τα παϊτόνια (άμαξες). Γώρα δεν υπάρχει αυτό το κέντρο, αλλά το σπίτι είναι εκεί μέσα. Δηλαδή όλο εκείνο το γραφικό υπάρχει ακόμα. Ύστερα το Πεξινάρι, «ο κήπος των πριγκίπων». Ήταν ζωολογικός κήπος, με λιοντάρια το Πεξινάρι, το τραμ μέχρι εκεί πήγαινε. Και ήταν και τα «Μπενμίξ», χώρια οι άνδρες, χώρια οι γυναίκες κάνανε μπάνιο. Σε μια άκρη πέρα από τον πριγκιπικό κήπο ήτανε κάτι παράγκες και είχανε τα ψαράκια, τα ούζα και τα λοιπά. «Πάμε για το Πεξινάρι να γουστάρουμε». Και πηγαίναμε και εμείς με τον Κόκκορα και ρίχναμε πενιές. Πήγαινα εγώ τα δρομολόγια με το φορτηγό, το βράδυ τον έβρισκα στο Πεξινάρι, ήξερα πού θα τον βρω ή στον Σωκράτη ή στον Δημόπουλο. Ο πατέρας του είχε ψαροταβέρνα και τεκέ στο Πεξινάρι και πηγαίναμε. Από κει φαίνονταν το Καραμπουρνάκι, Αρέτσου ήταν η αριστοκρατία, Καραμπουρνάκι ο λαός. Καλαμάκι με τα κέντρα που άνοιξαν μετέπειτα. Και το Μπαξέ-τσιφλίκι ήταν αρχαίο, εκεί πρωτοέπαιξε ο Τσιτσάνης το '38, όταν υπηρετούσε στο τάγμα τηλεγραφητών, εκεί έβγαλε και το τραγούδι το ομώνυμο.

ΓΙΑ ΤΑ ΤΡΙΧΟΡΔΑ ΜΠΟΥΖΟΥΚΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΤΕΤΡΑΧΟΡΔΑ

Εγώ δεν το χωνεύω το τετράχορδο, ούτε το πιάνω στα χέρια μου. Δεν έχει τον ήχο που έχω μάθει με το τρίχορδο. Γιατί το ένα είναι μπουζούκι, το άλλο είναι μαντολίνο. Θα μου πεις, με τα μηχανήματα γίνονται όλα μπουζούκια. Τα βγάλανε τα τετράχορ-δα για πιο ευκολία, να βγάζουνε περισσότερες νότες να το μπερδεύουν το κομμάτι. Τα τετράχορδα πρώτα-πρώτα δεν τονί-ζουνε, τα παίζουνε παπαγαλίστικα. Ενώ με το τρίχορδο τα παίζεις σωστά, όπως είναι το κομμάτι, με ύφος και ήχο. Ο Χιώτης το 'κάνε τετράχορδο με κούρδισμα αλά μαντόλα. Ο Χιώτης ήταν αιτία και επιτράπηκε ελεύθερα, αφού το «'βγάλε από το περιθώριο». Ο Χιώτης ήταν ήρωας. Παλιά τα κουρδίσματα ήταν δύο, το αραμπιέν και το καραντουζένι.
...................
Ερ.: Πες μου κάποια καλά μπουζούκια από τη Θεσσαλονίκη.

Απ.: Έχει πολύ καλά μπουζούκια η Θεσσαλονίκη. Είναι ο Καμπουρέλος, ο Σωκράτης, ο Στ. Βογιατζής...

Ερ.: Πες μας τώρα Νάκο, πώς αισθάνεσαι με τόσα χρόνια θητεία μέσα στο ρεμπέτικο τραγούδι;

Απ.: Από τα σπάργανά μου είμαι μέσα στο ρεμπέτικο, το έζησα και μέχρι να πεθάνω δεν θ' αλλάξω πίστη. Είναι κάτι που μ' αρέσει τόσο πολύ - όχι ότι δεν μπορώ να γράψω κάτι άλλο και ταγκό γράφω και σλόου ροκ και βαλς και μπλουζ, αλλά αυτά δεν είναι για μένα. Μου τα ζητάνε κάτι μοντέρνοι τραγουδιστές και λέω: «Ας κάνω και ένα ροκ, ένα μπλουζ». Αλλά σαν καλλιτέχνης είμαι στο ρεμπέτικο, γιατί το θεωρώ το πιο κλασικό ελληνικό πράγμα. Όλοι ξεκινάνε από τα ρεμπέτικα. Ας βρεθεί ένας μπουζουξής που δεν ξεκίνησε με την «Φραγκοσυριανή». Εγώ ξεκίνησα με κάτι άλλο... «Βρε γρουσούζη όλη μέρα, που γυρνάς και μπεκρουλιάζεις, και την οικογένεια σου απ' την πείνα την ταράζεις». Ποιο μπουζούκι σήμερα δεν παίζει την «Φραγκοσυριανή»; Και μετά τη «Συννεφιασμένη Κυριακή» και μετά «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι»; Σχολείο Βαμβακάρη, σχολείο Τσιτσάνη, σχολείο Καλδάρα. Εμείς είμαστε στα πιο παλιά σχολεία. Σχολή Χατζηχρήστου, που ήταν από τους καλύτερους, σχολή του Σκαρβέλη, σχολή του Γιοβάν Τσαούς, σχολή του Γιάννη του Σαντουράκια, μ' ένα σαντούρι ήταν μια ορχήστρα και τώρα η πιο τελευταία σχολή, η σχολή του Νάκου.

ΓΙΑ ΤΟ «ΚΥΤΤΑΡΟ»

Το 1972, στο «Κύτταρο», με κάλεσε ο Ηλίας ο Πετρόπουλος. Είπα στον Κόκκορα να κατέβουμε, δεν ήθελε, κατέβηκα με τον Σπυράκι. Ήταν τότε ο Γενίτσαρης, ο Μουφλουζέλης, ο Μπίρ-Αλλάχ, η Άννα Χρυσάφη, ο Σκαρπέλης, ο Καλφόπουλος, η Σωτηρία Μπέλλου, ο Τσαουσάκης, ο Ρίκος με τη λατέρνα και είχαμε σαν νεότερη την Αλεξάνδρα. Κάθε Τρίτη ήταν γεμάτο, φοιτητόκοσμος. Ήταν χούντα τότε, το 1972. Λέω ένα τραγούδι, «Μάγκες πιάστε τα γιοφύρια, μπάτσοι κλάστε μας τ' αρχίδια». Και όταν τελείωσα μου λέει ένας χωροφύλακας: «Θα μ' ακολουθήσεις». Αλλά ήταν και ένας ταγματάρχης που παρακολουθούσε το πρόγραμμα και τον λέει: «Εμείς δώσαμε διαταγή να λένε τα τραγούδια αυθεντικά...».

{φωτό http://rebetikodb.sealabs.net/gallery2/ ... temId=3984}

Άβαταρ μέλους
pelagia
More than 150 posts user.
Δημοσιεύσεις: 282
Εγγραφή: 07 Απρ 2008 07:16 pm
Τοποθεσία: Σαλονίκη

#5 Δημοσίευση από pelagia »

ΜΠΡΑΒΟ σας παιχταραδες μου!!!
ΕΝΑ για τον καθενα σας!!!
Και σε σενα ΑΝΤΩΝΑ, τι μου θυμισες, μονο ναξερες, νασαι καλα!!!
δεν το αντέχω βρε ψυχή να είσαι πάντα νέα
ας γέρναγες με το κορμί κιμπάρικα κι ωραία
δεν το αντέχω να γερνώ και να πεθαίνεις νέα

Άβαταρ μέλους
ΙΑΣΩΝΑΣ
More than 100 posts user
Δημοσιεύσεις: 109
Εγγραφή: 22 Ιαν 2008 10:21 pm
Τοποθεσία: Μακρια απ τον Πόρο, ΤΡΙΚΑΛΑ ΗΜΑΘΙΑΣ τώρα
Επικοινωνία:

#6 Δημοσίευση από ΙΑΣΩΝΑΣ »

Πολυ ωραια η αναφορα σου Αντωνη στο Νακο.Αυτο που ελεγα... να μη ξεχναμε την μουσικη ιστορια της πολης μας...οσο για τις αναμνησεις τα λεει και η Πελαγια.Οταν βρω χρονο στο μυαλο μου θα γραψω και γω για ενα οργανοπαιχτη,μπουζουξη,παλιο που ισως δεν ξερετε..υπηρξε και δασκαλος μου..Μαζι του περασα πανεπηστημιο στο ρεμπετικο,και με διδαξε πανω απ ολα τη ζωη..τον εχω ακομα στ αυτια μου και στα ματια...Κριμα που δεν ειναι πια κοντα μας..
Θα μεταλαβω με νερο Θαλασσινο σταλα τη σταλα σιμαγμενο απ το κορμι σου,σε τασι αρχαιο μπακιρενιο αλγερινο που κοινωνουσαν πειρατες πριν πολεμησουν...
http://www.youtube.com/user/bikos68

Άβαταρ μέλους
ntouzenis
More than 150 posts user.
Δημοσιεύσεις: 618
Εγγραφή: 01 Νοέμ 2005 12:54 pm
Τοποθεσία: Χανιά

#7 Δημοσίευση από ntouzenis »

Μπραβο Αντωνα για το κειμενο με το ΧΟΝΤΡΟ-ΝΑΚΟ !!!
Που είχε δημοσιευτει ;;
Μιλας για Ν.Παπαδάκη ή μηπως ειναι ο Γ.Παπαδάκης αν και λιγο δύσκολο για το δεύτερο ...

Μολις προ ολιγου σε αναζητηση για κατι αλλο, στον ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟ ειδα φωτο του ΚΟΚΟΡΑ σελ. 508 (εκδοση 1979) Δεν θαλεγα οτι ειναι κακομουτσουνος οπως τον περιγραφει ... :)
Ο Νακος το καλοκαιρι του '92 και σε μενα ειχε πει οτι ειχε δωσει αρκετα τραγουδια στον Τσιτσανη αλλα για να πω την αμαρτια μου δεν τον πιστεψα ... Ειδικοτερα μου επαναλάμβανε για την "Κατερινα Θεσσαλονικιά" που παιζαμε σχεδον καθε βραδυ τις 2 βδομαδες που καθησα μαζι.
Τι σου κανει η ατιμη η φημη ... τοτε δεν τον ηξερε κανενας ... ηταν μετα το πρωτο πετυχημενο χειμωνα στη "Στοα Αθανατων" του Μιχελουδακη, οταν το ρεμπετικο κυριολεκτικα αναστηθηκε απο τις σταχτες του !! Το καλοκαιρι κατεβηκαν Κρητη ολο σχεδον το σχημα εκτος τον Σκαρπελη που δεν μπορουσε τα καραβια ... και ετυχε να ειναι και ο Ιορδανης εδω !! Αφου ειχαμε παθει τοτε, λεγαμε δεν μπορει ρε παιδια ;; ειναι δυνατον ;;
Και καπακι το χειμωνα ηρθαν ο Μουρτος για μια σαιζον τελικα καθησε 4 και ο Στουραϊτης αρκετες φορες στη "Σκάλα" ...

Απο τη συνεντευξη του Χ.Νακου φαινεται ο χαμος που γινοταν τοτε, χρονια φτωχειας και ανεχειας σχετικα με τις συνθεσεις κλπ Αν ειναι ολα αυτα αληθινα ΚΑΤΑΡΡΕΟΥΝ πολλα οικοδομηματα (Νυχτωσε χωρις φεγγαρι κλπ)

Απο τις βραδυες με το Νακο εχω σωσει καπου 6-7 κασετες οι πιο πολλες απο εσωτερικη ηχογραφηση απο κονσολα
Τελευταία επεξεργασία από το μέλος ntouzenis την 10 Οκτ 2008 09:17 pm, έχει επεξεργασθεί 1 φορά συνολικά.

Απάντηση

Επιστροφή στο “Κουβεντούλα”