Διογένης
Ελάχιστος φόρος τιμής από μένα τον αδαή:
ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΣΟΛΦΕΖ
Φήμες πολλές ακούστηκαν
(κι' όμως δεν είναι πλάκα!)
τα όσα εσυνέβησαν
εις την Σχολή του Νάκα!
Που 'χε δασκάλους διαλεχτούς
και μαθητές αστέρια,
είχε και δυο καθηγητάς
μαγκίτες με μπεγλέρια!
Οι γνώσεις των τα πέρατα
της γης τα ξεπερνούσαν
(μ' από το βράδυ ως το πρωί
άσματα τυραννούσαν!)
Μ' απόψε κουραστήκανε
διδάσκοντας αράδες
και είπανε για αλλαγή
κρασί να πιούν οκάδες!
Έτσι ρολά κατέβασαν
κλείσανε και τις θύρες
και για κουτούκι τράβηξαν
για να μασήσουν λίρες!
(μα κι' όμως δεν το γνώριζε
κανείς από τους δύο
πως είχε μόνο του ζωή
το ξακουστό ωδείο...)
***************************************************
"Λάστιχο πια τις κάνανε
τις τόσες μελωδίες!"
αρχίσαν να γκρινιάζουνε
πρώτες οι συγχορδίες.
"Οι νότες μου ετσάκισαν
απ' την πολύ βαβούρα!"
φώναξε μες τα νεύρα της
ευθύς η παρτιτούρα.
"Μήτε μαέστροι να 'τανε,
ξεπέρασαν τον Πόγγη!"
με τακτ ειρωνευότανε
δεσπόζοντες οι φθόγγοι!
"Στη μάπα τους να έπιπτε
εφτά κιλά ντομάτα!"
μούγκριζε στην απελπισιά
η συμπαθής τοκάτα.
(και πάνω στα μεράκια της
λησμόναγε τη φούγκα,
που θυμωμένη κάθονταν
εις τη γωνιά κι' εμούγκα!)
"Απ' την λεζάντ' αρχίσαμε
να κελαηδούμε πρίμα!"
τσίριζαν οι μπασογραμμές
(κακό τους ήβρε κρίμα...).
"Σιωπή!" είπ' η αντίστιξη,
"Το πράμμα θέλει ρώμη!
Κάλλιο να καθαρίσουνε
μια και καλή οι δρόμοι!"
"Ορθά τα λέγεις σύντροφε!"
απάντησ' η οκτάβα,
"και ένα μάθημα σολφέζ
ας τους κρατήσουν κάβα!"
"Έννοια σας!" είπε το Κιουρντί,
"Φωνάζω τον Μπεγιάτι,
που 'ναι μεμέτης νταγλαράς,
τον στέλνω στον Σωκράτη!"
"Όσο για τον Ισίδωρα
(παράπονο μην μείνει!)
του έχω δρόμο μερακλή,
τον άραψ Χουσεΐνι!"
"Προτείνω", κράζει το Χιτζάζ,
"για να μη γίνει απάτη,
μινόρε στον Ισίδωρο,
ματζόρε στον Σωκράτη!"
(μα λόγια στρίβει το Ουσάκ
και κάνει την κυρία
μιας και ως γένος...μαλακού(!)
σιχαίνονταν τη βία!)
Όλοι λοιπόν συμφώνησαν
με τούτη 'δω τη λύση!
(και τους συνθέτας σύντομα
τους περιμένει κρίση...)
***************************************************
Οκτώ φορές οι δείκτες πια
του ρολογιού χτυπάνε,
κι' οι δυό καλοί συνάδελφοι
στ' ωδείο τους γυρνάνε.
Και πριν ακόμα το κλειδί
στην κλειδαριά γυρίσει,
αιματηρή επίθεση
ευθύς έχει αρχίσει!
Την πρώτη φάπα έριξε
με λύσσα το Νιαβέντι
και τα σορόπια πήρανε
τον Ίσι τον λεβέντη!
Νάσου πετιέται το Χουζάμ
με πάθος και λαχτάρα,
σκάει νεορομαντική
avant-garde σφαλιάρα!
Μπουνίδια έριχνε βροχή
με φόρα το Σαμπάχ,
κι' ο Ίσι μες τον πόνο του
βογγούσε "αχ!" και "βαχ!"!
Κλωτσίδια αποκλειστικά
ανέλαβε το Ράστι,
μιζέρωσε τον Σώκρατες!
(χαίρε Μακαμοπλάστη!)
.
.
.
(η φιέστα συνεχίστηκε
κι' αν το 'χετ' απορία
αυτοί αν έβαλαν μυαλό...
ειν' άλλη ιστορία!)
Κι' οσιο-Μάρκος (λεβεντιά!) τζουγκρίζει τα ποτήρια,
όλα τα βλέπει και γελά
στου Παραδείσου τα ψηλά
τα μπλε τα παραθύρια!
"Πολλά είδαν τα μάτια μου
μα τούτο πού ακούστει(;!)
να βάζουν το ρεμπέτικο
στην κλίνη του Προκρούστη;!"
"Πάντως τις καταχάρηκα
τις μύριες-όσες μάπες,
των τραγουδιών βασανιστές,
των στίχων μου σατράπες!"
