
ΓΙΟΒΑΝ ΤΣΑΟΥΣ
Το πραγματικό του όνομα ήταν Γιάννης Εϊτζιρίδης.
Γεννήθηκε στην Κασταμονή του Πόντου το 1896 και πέθανε στην Κοκκινιά το 1942.
Πρόκειται για έναν θρύλο του ρεμπέτικου, που έμεινε γνωστός ως ΓΙΟΒΑΝ ΤΣΑΟΥΣ, εξαιτίας του βαθμού του λοχία που κατείχε υπηρετώντας τη θητεία του στον Οθωμανικό στρατό. Ο φίλος του και αποκλειστικός κατασκευαστής των ιδιόμορφων οργάνων του, Κυριάκος Λαζαρίδης, τον περιγράφει με μια ποιητική εικόνα: "Πάνω στα μπράτσα των οργάνων του δεν είχε τέλια, αλλά χιλιάδες ξωτικά πουλιά, που περίμεναν να τ' αγκίξει για να λαλήσουν". Ο Μάρκος, όταν έπαιζε, άφηνε το μπουζούκι και τον χάζευε, ενώ ο Μπαγιαντέρας σε ερώτηση του Λ.Παπαδόπουλου, απαντά: "... άστον αυτον, αυτός ήταν το κάτι άλλο!". Με τον ίδιο πάνω-κάτω θαυμασμό και δέος μιλούν όλοι, όσοι τον γνώρισαν.
Ο Γιοβαν Τσαούς υπήρξε ένας εξαίρετος μουσικός, ιδανικός εκτελεστής όλων των σολιστικών, νυκτών οργάνων. Στα δεκαοχτώ του είχε γίνει γνωστός σε όλην τη Μ.Ασία και εκλήθη πολλές φορές στο σαράι του Αβδούλ Χαμίτ όπου συνόδευσε τον περίφημο τραγουδιστή Μπουχράν. Λέγεται μάλιστα, πως απ' όσους έπαιξαν στο σαράι του, τους μόνους που δεν ευνούχισε ο Σουλτάνος ήταν ο Μπουχράν, ο Ζουρναλή Μεμέτ και ο Γιοβάν Τσαούς. Στην Ελλάδα ήρθε το '23 και εγκαταστάθηκε στον Πειραιά. Παρά την φήμη του και τις αφόρητες πιέσεις που δεχόταν, αρνήθηκε πεισματικά να εργαστεί ως μουσικός σε μαγαζιά και πανηγύρια, και εργαζόταν ως ράφτης. Έλεγε χαρακτηριστικά: "Δεν παίζω εγώ για να χορεύουν οι πουτάνες!" Παρέβη δυό φορές τις αρχές του, μιά φορά στον γάμο ενός φίλου του, και την δεύτερη για να βοηθήσει έναν άλλον σε μια καινούργια του επιχείρηση. Πάντως σε καμιά περίπτωση δεν δέχτηκε "Χαρτούρα".
Στα της Μουσικής ήταν μάλλον αυτοδίδακτος και πέρα από τα νυκτά όργανα (Μπουζούκι, μπαγλαμά, σάζι, ούτι) έπαιζε πιάνο και βιολί. Ωστόσο το χαρακτηριστικό του όργανο ήταν ένα σάζι δικής του εμπνεύσεως: Δωδεκάχορδο, με μανίκι 1.30 μ. και 37 υποδιαιρέσεις με ιδιόμορφη διάταξη των μπερντέδων. Είχε μεγάλη αδυναμία στα όργανά του, που τα ήθελε πάντα άβαφα και τα κατασκεύαζε αποκλειστικά ο Κ.Λαζαρίδης υπό τις δικές του οδηγίες. Έγραψε, σε στίχους της συζύγου του, πολλά τραγούδια, σύμφωνα με τις αφηγήσεις, ωστόσο ελάχιστα έχουν ηχογραφηθεί υπό το όνομά του και σχεδόν όλα με τη φωνή του ερασιτέχνη τραγουδιστή και επαγγελματία μηχανουργού Α.Καλυβόπουλου. Έπαιξε, όμως, σε πολλές ηχογραφήσεις άλλων συνθετών. Θεωρούνταν εξαιρετικός στους αυτοσχεδιασμούς και υπάρχουν αφηγήσεις για τα ατέλειωτα ταξίμια του. Δεν βίωσε το περιβάλλον των τεκέδων και της μαγκιάς. Τα χασικλίδικα τραγούδια που συνέθεσε, αποτελούν εικόνες που κατέγραφε από το μπαλκόνι του σπιτιού του, που "έβλεπε" στον σιδηροδρομικό σταθμό, όπου αργοσβήναν συχνά οι πρεζάκηδες του Πειραιά.
Ο Γιοβάν Τσαούς, που έζησε σαν θρύλος, πέθανε απροσδόκητα τον Οκτώβρη του '42, σχεδόν ταυτόχρονα με την σύζυγο και μόνιμη συνεργάτιδά του, τόσο στην ραπτική όσο και τη μουσική. Εικάζεται πως ο θάνατός τους οφείλεται, σε τροφική δηλητηρίαση από τηγανόψωμα που φτιάχτηκαν με χαλασμένο αλεύρι. Η απώλεια μέσα σε 3 χρόνια όλων σχεδόν των καταξιωμένων μουσικών του μεσοπολέμου, άνοιξε μεν τον δρόμο για την οριστική επικράτηση του εκσυγχονιστικόυ ρεύματος, που εξέφραζε ο Τσιτσάνης, ωστόσο, στέρησε την λαογραφία από την μελέτη όλης αυτής της μουσικής παιδείας, που μοιάζει να χάνεται μαζί τους.
Τα στοιχεία προέρχονται από διάφορα βιβλία, αλλά κυρίως από την Ρεμπέτικη ανθολογία, και απηχούν μαρτυρίες Μουσικών που γνώρισαν τον Γιοβάν Τσαούς.