Ακολουθεί ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα των gringlish:
- αμπούλα - ambulance - ασθενοφόρο
αερίστρης - Irish man - Ιρλανδός
αντρέσσα - address - διεύθυνση
γυάρδα - yard (land & measure) - αυλή &μονάδα μέτρησης μήκους
ελεβέτα ή αλεβέτα - elevator - ασανσέρ & υπέργειος σιδηρόδρομος
καστιγκάρι - Castle Garden - χώρος "υποδοχής" μεταναστών
κάρο - car - αυτοκίνητο
καροφέρια - car fare - ναύλα αυτοκινήτου, κόμιστρα
κακαρότσα - cockroach - κατσαρίδα
καντρεμάνης - counterman - αυτός που δουλεύει πίσω από το... "counter" σε μια "ντάινα"
κέκι - cake - κέικ
κλάζα - closet - ντουλάπα
κλόμπι - club - ρόπαλο & λέσχη
κοντράκι - contract - συμβόλαιο
κρίμι - cream - κρέμα
λάινα - line - ουρά & σιδηροδρομική γραμμή & σκοινί που κρεμούν τα ρούχα
λαΐνού - liner - ειδικότητα στα γουναράδικα
λάσιντζα - license - άδεια
λέκι - lake - λίμνη
λόκαρο - local train - τοπικό τρένο
μαρκέτα - market - αγορά, σούπερ μάρκετ
μάπα - map, mop, cabbage - χάρτης, σφουγγαρόπανο, λάχανο
μαπίζω - to mop - σφουγγαρίζω
μεριβάνα - maid of honor - παράνυμφος
μεσίνι - machine - μηχανή
μιστέκι - mistake - λάθος
μουβάρω - to move - μετακινούμαι, μεταφέρω
(μ)πάγκα - bank - τράπεζα
(μ)παγκαδόρος - banker - τραπεζίτης
μπάρα - bar - μπαρ
μπάξι ( μπαξάκι) - box (little box) - κουτί (κουτάκι)
μπασίκλα - bicycle - ποδήλατο
μπασκέτα - basket - καλάθι
μπίζινες - business - δουλειές, επιχειρήσεις
μπίλι - bill - λογαριασμός
μπιλοζίρια - below zero (degrees) - κάτω από το μηδέν (θερμοκρασία)
μπίτσι - beach - παραλία
μπλόκος - block - οικοδομικό τετράγωνο
μπόσης - boss - αφεντικό
μπρούκλης - brooklyner - ο κάτοικος του Brooklyn (και γενικά ο Ελληνοαμερικανός)
ντάινα - diner - είδος εστιατορίου στην Αμερική
ντελικατέσιο - delicatessen - μπακάλικο
ντεπόζιτο - deposit - κατάθεση
όφι - off - ρεπό
πάγι(α) - pie - πίττα
πάρκ - park - πάρκο
πάτι - pot - κόλπο (στα χαρτοπαίγνια)
πίκλα - pickle - αγγουράκι τουρσί
πινότσι(α) - peanut(s) - φιστίκι(α)
πιτσούνι(α) - pigeon(s) - περιστέρι(α)
πολιτσμάνος - policeman - αστυνόμος
πουσκάρο - pushcart - χειράμαξα, καρότσι μικροπωλητού
πουσκαράς - pushcart "driver" - ο "οδηγός" του καροτσιού
ρούμι - room - δωμάτιο
ρούφι - roof - στέγη, σκεπή, οροφή
ρουφιάνος - roof contractor - στεγοκατασκευαστής (!!!)
σάινα - sign, shoe shine - πινακίδα, λουστράρισμα παπουτσιών
σαϊνάς - shoe shiner - λούστρος
σαϊνάδικο - shoe shine stand - λουστράδικο
σαλιβάρι - sidewalk - πεζοδρόμιο
σέντζι - cent - σεντ (υποδιαίρεση δολαρίου)
σπιτάλι(α) - hospital(s) - νοσοκομείο(α)
σπόρτης - sport (generous) - γενναιόδωρος, μεγαλόψυχος
σπόρτικο - gesture - γενναιόδωρο, μεγαλόψυχο
σταματωτάς - cutter - ειδικότητα στα γουναράδικα
στάντζα - stand (rack) - πάγκος πλανόδιων πωλητών/περίπτερο
στίμι - steam - ατμός
στόρι - story (tab), store - ιστορία (διήγημα), μαγαζί (ιταλ.)
στόφα - stove - σόμπα, φούρνος κουζίνας
στράκι - strike - απεργία
τέξες - taxes - φόροι
τζόκαρι - joker (card games) - μπαλαντέρ
τικέτο - ticket - εισιτήριο & πρόστιμο τροχαίας
τούρκος - turkey (bird) - γαλοπούλα
τράκι - (race) track - ιπποδρόμιο
τρόκι - truck - φορτηγό
τρόμπολες - troubles - μπλεξίματα, μπελάδες
τσέκι - check - επιταγή, τσεκ
τσεκάρω - to check - ελέγχω
τσέντζι - chance (opportunity) - ευκαιρία
τσίπικο - cheap - φτηνό
φαγιαδόρος - prize fighter (boxer) & fireman - πυγμάχος & πυροσβέστης
φαγιόσκαλα - fire escape - σκάλα διαφυγής σε περίπτωση πυρκαγιάς
φάρμα - farm - αγρόκτημα
φένα - fan - βεντάλια, ανεμιστήρας
φινισίτρια - fur finisher - ειδικότητα σε γουναράδικο
φλόρι - floor - πάτωμα
φράνφουρα - frankfurter - είδος λουκάνικου
φρανφουράς - frankfurter seller - πωλητής χοτ ντογκ
φρανφουρόκαρο - frankfurters car - καρότσι με χοτ ντογκ
φρίζα - freezer (refrigerator) - καταψύκτης (ψυγείο)
χαρατάκι - heart attack - καρδιακή προσβολή
χοντόγκι - hot dog - χοτ ντογκ
χοτέλι - hotel - ξενοδοχείο