ΕΚΠΟΜΠΗ ΣΤΟ ΡΑΔΙΟ
Τα τραγούδια του Μάρκου
Δηλαδή αυτά που θυμότανε μεγάλος, δικά του και όσα νόμιζε δικά του.
Ολα αυτά, μαζί με σχετικά αποσπάσματα απο το βιβλίο ‘Αγγελική Βέλλιου-Κάιλ: Μάρκος Βαμβακάρης – Αυτοβιογραφία’ ακούστηκαν το Σάββατο το μεσημέρι 22 Μάρτη 2008.
1 σ41
Η δική μας ενορία ήταν ο Σαν Σαμπαστιάν. Στον Σαν Σαμπαστιάν ήταν ένας εφημέριος ο οποίος έκανε κουμάντο εκεί στην εκκλησία, ο Δον Γιάννης ο Αλμάνσης, έτσι λεγότανε. Ο οποίος δεν έχετε ιδέα πόσο μ' αγάπησε όταν πήγα για πρώτη φορά στη Σύρο, πού έπιασα κι έγραψα το Σαμπαστιά.
..........Σύρα ή Απάνω Χώρα σου με την ανηφοριά σου με τα πολλά σκαλάκια σου καί με το Σαμπαστιά σου...........
Μ' ήξερε ο Δόν Αλμάνσης κι από μικρό παιδί. Ήξερε ποιανού ήμουνα. Πήγαινα εκεί πρώτα πού ήμουνα παλιόπαιδο καί μας κυνήγαγε για να καθόμαστε ήσυχα στην εκκλησία. Αλλιώς μας έδιωχνε.
2 σ46
Μ' άρεζε πολύ ή ιστορία. Τότες, τα παλιά, Ξέρξης, Αρταξέρξης, τέτοια πράματα, ή εν Σαλαμίνι ναυμαχία. Δε θα μπορέσω να το ξέρω γιατί μ' άρέσανε τόσο. Καί μέχρι τώρα ακόμη μ' αρέσουν. Το Βυζάντιο, ή Κωσταντινούπολις, η άλωσις της Κωσταντινουπόλεως, και μέχρι τώρα ακόμη άμα βρώ βιβλία πού γράφουνε γι' αυτά, τα διαβάζω. Αυτό φαίνεται καί στα τραγούδια μου. Ιδίως στό:
..........Ημουνα μάγκας μια φορά με φλέβα αριστοκράτη τώρα θα γίνω δάσκαλος σαν τον σοφό Σωκράτη...........
Το ‘χε γράψει τότε ο Μπαταρόλος με τ’ όνομα, ένα ωραίο κομμάτι, πού είναι στο τραγούδι τα έχω διαβάσει στο βιβλίο του Δημοτικού. Τα γράμματα τα λίγα του σχολείου πού ‘χα μάθει, εκείνα με βοηθήσανε ολίγο να πούμε. Κι επειδής μ' αρέσανε τα γράμματα πάρα πολύ, καί κατάντησα να γίνω και εφημεριδοπώλης αργότερα για να διαβάζω τα μεγάλα γράμματα στις εφημερίδες πού επούλαγα.
3 σ56
Το βραδάκι στη γειτονιά όλα τα παιδιά παίζαμε κρυφτό καί κρυβόμαστε καί πέρναγε ή ώρα μας. Κρυβόμαστε πότε σ' ένα υπόγειο, σ' ένα στενό. Τραγουδάγαμε διάφορα τραγούδια του καιρού εκείνου. Είχαμε κάτι τενεκέδες, κάτι παλιοτενεκέδες πού βρίσκαμε εκεί στα χωράφια και τους πέρναμε, τους βαράγαμε καί λέγαμε πολλά τραγούδια του καιρού τα οποία δεν τα θυμάμαι τώρα. Θυμάμαι ένα τραγούδι από τον καιρό πού είμαστε μικροί
..........Από τα πολλά που μού 'χεις καμωμένα
δε σε θέλω πιά δε μ’ αρέσεις πιά.
Τα σωθικά μου τα 'χεις μαυρισμένα
δε σε θέλω πια δε μ' αρέσεις πια..........
4 σ72
Λοιπόν εκεί στον Ζούλα μαζευόντουσαν εκεί πέρα διάφοροι κλεφταράδες, μυστήριοι, άπ' όλα. Πόσες φορές ερχόντουσαν ή αστυνομία κι ετσάκωνε κανένα. Ρε πούστη που πήγες εχτές κι έκλεψες εκείνο; Ξύλο! Σου λέω παλιοδουλειά. Έχω φάει τη μαγκιά με το κουτάλι. Εκεί γνώρισα ανθρώπους τους οποίους όταν μεγαλώσανε κατόπι κι ήλθανε εδώ στον Περαία καί τους γνώρισα εδώ στον Περαία, με ξέραν από τότες, ο Μάρκος. Καί τότες ακόμα μ' άγαπήσανε πιο πολύ όταν είδανε πού έπαιζα μπουζούκι. Ο Μάρκος! Μ' έκτιμάγανε δηλαδή. Στη μαγκιά ήμουνα όπως καί γώ, κι ο Στράτος, κι ο Ανέστος, κι ο Μπάτης. Όλοι αυτοί μας προσέχανε αυτοί οι μάγκες. Να μας κεράσουν, να μας περιποιηθούνε, καί πρό παντός εμένα. Όπως κι έγραψα.
..............Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά εμένα μ' αγαπούνε ............
Μ' αγαπάγανε πολύ κι ήμουνα και καλό παιδί. Άντε παίξε μας ένα κομματάκι. Τί, θα καθόμουνα; Έπαιζα. Μαστούριαζα καί πέρ¬ναγε κι η ώρα, έ;
5 σ77
Έβλεπα τις ελεύθερες γυναίκες στα δημόσια. Μάλλον επέρναγα από κάτω επειδής επούλαγα εφημερίδες και περιοδικά καί με φώναζαν οι γυναίκες έλα βρε απάνω. Πήγαινα, μου δίναν τα λεφτά, με χαδέβανε, άλλα εγώ αγρόν ηγόραζα. Οι μεγάλοι και οι ξεβγαλμένοι έστελναν το πρόθυμο και έξυπνο παιδάκι στα θελήματα τους κι αυτό καμάρωνε με τη φιλία των μεγάλων και τα μπράβο τους. Είχε και μερικούς πού καμιά φορά μου δίναν από καμιά κλωτσιά, από καμία σφαλιάρα. Αλλά ήμουν όμως εγώ καί σκληρός καί γλωσσάς συνάμα.
.............Όλες τις τέχνες που 'κανα ακούστε πού τις λέω ............
Έχω τραβήξει στο πεζοδρόμιο, καί τί πεζοδρόμιο! Αφού ήμουν λούστρος, να γυρίζω, πού ήμουν και πιτσιρίκος και όμορφος, και υπήρχαν κάτι διεστραμμένοι τύποι.
Όταν επούλαγα εφημερίδες πήγαινα σ' ένα εργοστάσιο του Πουσιάλου. Στη Σύρα αυτό ακόμα υπάρχει. Κι είχε ένα μηχανικό μέσα κι ήτανε παλιάνθρωπος. Όποτε πήγαινα μου ‘πιανε τα μάγουλα, μου ‘πιάνε τον κώλο. Μέχρι πού του λέω μια μέρα. Ρε τί να σου πω, βρε; Θα σου κάνω, λέω, μια φέστα πού να χεστείς, του λέω κυριολεκτικά. Μπορείς να με κάνεις καλά εμένα βρε παλιάνθρωπε; Θα γυρίσεις κορώνα ή γράμματα, θα σε ξεφτελίσω παλιοκαργιόλη, του λέω, μέσα δω πέρα θα σε πάρουνε χαμπάρι.
6 σ87
Ίσως να 'ναι σωστή η παροιμία πού λέει ότι όποιος σ' αγαπάει σε κάνει καί κλαίς. Δεν είχαμε γνωριστεί δέκα μέρες και ή Ζιγκοάλα με είπε Φραγκόσκυλο.
Όμως μ' όλο το Φραγκόσκυλο ο έρωτας ήταν κεραυνοβόλος σχεδόν. Απ' τΙς πρώτες μέρες επιάστηκε καί ένας χρόνος πέρασε χωρίς να μικρύνει ή φλόγα. Μια μέρα την άρπαξα κι έφυγα. Κλεφτήκαμε στις δέκα ή ώρα το βράδυ καί την πήγα στο σπίτι μου.
Ήταν όμορφη, σπαθάτη γυναίκα, μελαχροινή, όμορφα μάτια κι όλα όμορφα.
............Μικρός αρρεβωνιάστηκα κορόιδο πού πιάστηκα καί πήρα μια μπεμπέκα μαγκιόρα για γυναίκα...........
Αφού δούλεψα τέσσερα χρόνια στο κάρβουνο πέτυχα να πάω στη Ζέα, στο τελωνείο του Κυργιάκου Μαργιολή για να οικονομάω περισσότερα.
Ήμαστε μια παρέα πάλι δώδεκα νοματαίοι των βαρέων βαρών. Φορτωνόμουνα καί είχα μια χαμαλίκα και έφτασα να φορτωθώ εκατόν τριάντα πέντε οκάδες σέγγια χάρτου.
7 σ92
Δεκαεννιά χρονών έγινα αγαπητικός στο μπορντέλο μιας Ειρήνης απ’ τη Σύμη. Ήτανε στο δεύτερο διαμέρισμα των Βούρλων, η πρώτη μου ερωτική επαφή. Μεγαλύτερη είκοσι εφτά, είκοσι οχτώ χρονών, μου 'δινε καί λεφτά καί κουστούμια. Αγάπησα την άλλη, τη Μανιάτισα την Ζιγκοάλα, καί την απαράτησα. Όμως και μετά τον γάμο μου, πηγαίναμε, εγώ αν καί νιόπαντρος, σε κοινές γυναίκες πού ακμάζανε τότες στα Βούρλα. Εκεί έκανα καί γώ τον κουτσαβάκη. Ήμουνα κι αγαπητικός. Ό,τι έβλεπα από τους άλλους έκανα καί γώ. Σιγά σιγά, σκαλί σκαλί, πήρα τον κατήφορο. Άρχισα να πηγαίνω και γώ στους τεκέδες. Αφού τα γύρισα όλα αυτά και τα ξεσκόνισα, όλους τους τεκέδες του Πειραιώς καί των Αθηνών καί των περιχώρων, κι όπου ύπαρχε τεκές, κύλαγα στο βούρκο, όπως κυλιόντουσαν όλοι. Ήμουν ένας σωστός μάγκας κι ένας φίνος χασικλής καί δεν είχα ταίρι.
...........Είμαι αλανιάρης στους δρόμους τριγυρίζω κι απ' την πολλή μαστούρα μου το νου μου δεν ορίζω..........
Αυτό χάθηκε, δε θυμάμαι ούτε τ' αλλά λόγια ούτε τη μουσική.
Εν τω μεταξύ ο πατέρας μου, πού τον έτρωγε το μεράκι για το κατρακύλισμά μου, και ή μάνα μου ή κακομοίρα πού ήθελε πάντα το καλό μου, όλο γκρίνιαζαν. Εγώ δεν άκουγα τίποτες. Έβρισκε ή μάνα μου το μπελά της από τον πατέρα μου, γινότανε καυγάδες για μένα, ποιος φταίει.
Τα δύο μικρότερα αδέλφια μου ακολούθησαν το παράδειγμα μου. Ο ένας, ο Λινάρδος, τρελλάθηκε άπ' το χασίσι, στα δεκαεφτά του χρόνια. Έζησε τρελλός καί πέθανε το σαράντα από την πείνα. Ο άλλος, ο Φραντζέσκος, έπινε κρασί κι απόχτησε ένα χαρακτήρα ανθρώπου επικίνδυνου. Μαχαίρια τραβούσε, και φόνο έκανε στο τέλος, καί φυλακή επήγε.
8 σ93
Μια μέρα, με τσακώνουνε μέσα στον τεκέ του Σωτηράκη με πέντε άλλους και μου δίνουνε τον άργιλε καί τα καλάμια καί τα χασίσια καί τα τουμπεκιά στα χέρια, καί δεμένον με περνούσαν, μαζί με τους άλλους, απ’ την παραλία του Πειραιώς, της Ζέας, καί μας πηγαίνανε για το τρίτο πού ήταν στην οδό Ρετσίνα. Κάτι ξυλιές, κάτι κλωτσιές, καί την άλλη μέρα για το πλημμελειοδικείο. Τότε μας έδινε δυο τρεις μέρες κράτηση, καί όσες φορές κι αν μας πιάνανε το ίδιο.
Για μένα είναι σταθμός όμως αυτή ή περιπέτεια. Για πρώτη φορά κρατητήρια, δικαστήρια, αποτυπώματα.
..........Χτες το βράδυ στο σκοτάδι με στριμώξανε δυο μαύροι...........
Μόλις βγήκαμε, τρέξαμε να βρούμε ναργιλέ. Άρχισε και μπήκαν στην ζωή μου καί οι συλλήψεις πια τακτικές. Πώς να μην απελπιζόταν ό πατέρας μου;
9 σ94
Η πρώτη φορά πού βρέθηκα στον τεκέ καί πού έκρινε τη ζωή μου. Βρέθηκα σε μια παρέα με φίλους, στα Αθάνατα του Αι Γιωργιού, πλάι στην Ανάσταση, ο ένας ο Αντώνης ο αραμπατζής, ο άλλος ο Μήτσος ο καραβομαραγκός, ο άλλος ο Βασίλης ο κουλός, λιμενεργάτης. Αυτοί ήταν μεγάλοι σαράντα, τριάντα πέντε χρονών, χασικλήδες. Πήγαν στον τεκέ καί με πήραν μαζί τους. Αυτοί με πήραν στο λαιμό τους και μου έδωσαν το πρώτο μαύρο. Στα ίσα ναργιλέ. Για πρώτη φορά είχα πολύ ζαλιστεί, βούρκωσαν τα μάτια μου, αρχίνισα τον εμετό, έβηχα πάρα πολύ κι ένιωσα σα να γύριζε ο κόσμος σβούρα. Ήταν αδύνατο να κουνηθώ απ' τη θέση μου. Μου χύνανε νερό να συνέλθω, μου δίνανε λεμόνι ξυνό να φάω. Ήμουνα δεκαεφτά δεκαοχτώ χρονώ.
..........Κάντονε Σταυρό κάντονε βάλ' του φωτιά και κάφ' τόνε.........
Πέρναγε ο καιρός με τη μαστούρα και αργά ο καθένας πήγαινε για το σπίτι του, καί το πρωί πάλι στη δουλειά.
10 σ103
Λοιπόν, εκεί μια μέρα, ήτανε στην αρχή πού είχανε έρθει οι πρόσφυγες, κουρασμένος από τη δουλειά, επήγα με λαχτάρα να φουμάρω μόνος μου. Τότες το χασίσι ήταν πολύ δυνατό, τούρκικο απ' την Προύσα. Μόλις λοιπόν πήρα τόν αργιλέ στα χέρια μου να φουμάρω, τράβηξα δυνατά με το καλάμι. Ένιωσα μια φοβερή ζαλάδα, κοπήκανε όλες μου οί αίσθήσεις κι έπεσα χάμω και έσυλλογιζόμουνα.
Εβρέθηκα σε μια γούβα, στην οποία να είναι και κει χασικλήδες να φουμέρνουνε. Ήταν οι πρόσφυγες των Ταμπουριών, και δεν ερχόντουσαν μαζί μας στην σπηλιά όπου πηγαίναμε οί Πειραιώτες. Είχανε δικό τους νταραβέρι.
Τότες λοιπόν σ' εκείνη τη γούβα εκείνη τη βραδιά, αφού φουμάρανε αυτοί καί φύγανε, έμεινα μόνος. Εκοιμήθηκα στο χώμα καί κα¬τά τίς δωδεκάμισι μία συνήλθα καί τράβηξα γιά το σπίτι μου σε κακά χάλια. Η μάνα έκλαιγε. Η γυναίκα γκρίνιαζε. Δεν μου 'δινε την εντύπωση ότι με λυπάται στ' αλήθεια.
...........Βάσανα πίκρες φαρμάκια καραβοτσακίσματα σαν το βράχο που τον δέρνουν της θάλασσας τα κύματα..........
Τότες ήταν ή πρώτη φορά πού έπαθα τέτοιο κακό άπ' τον αργιλέ.
11 σ109
Εν τω μεταξύ έξι μήνες έπαιζα πολύ ωραία και δεν ήξερα ακόμη να κουρδίσω το μπουζούκι μου. Στον τεκέ πού πάγαινα ερχότανε καμιά φορά κάποιος Μιμίκος Μπογιατζής, πού έπαιζε κι αυτός. Και αν ερχόντανε, εκούρδιζα το μπουζού¬κι μου.
Για την ώρα έπαιζα το μπουζούκι του πατέρα μου εκεί στο σπίτι. Ύστερα λίγο από λίγο επολέμησα κι έκανα κι εγώ μπουζούκι, το οποίο δεν ήταν σαν τα σημερινά. Ήταν από τα παλαιά μπουζούκια. Με έξι χορδές αλλά με τη διαφορά όχι με κλειδιά, με ξύλα στριφτάρια, παλαιού τύπου.
Το χασίσι, οι αργιλέδες όμως κορδόνι, πήγαιναν, ερχόντουσαν.
..........Ώρες με θρέφει ο λουλάς κι ώρες άδυνατάω ώρες με ρίχνει σε νταλκά κι ανθρώπου δε μιλάω..........
Όμως τώρα ή μουσική με ξεθύμανε. Ερχόντουσαν εκείνο τον καιρό διάφοροι μπουζουξήδες παλαιοί, ο Γιάννης ο Γυαλιάς, ο οποίος μέχρι τώρα ακόμη υπάρχει και μένει στο Χατζηκυριάκειο, κάποιος Αλεκάκι, το πιο καλό μπουζούκι εκείνου του καιρού, όμως όχι εμένα να με φθάσει, ο Μπογιατζής και άλλοι πολλοί. Κάποιος Αποστόλης Ζουμαρίτης, πολύ καλό μπουζούκι αλλά πολύ κακός άν¬θρωπος. Αυτόν εγώ τον παρακολουθούσα στο παίξιμο, διότι έπαιζε πάρα πολύ καλά και κάποιος άλλος από την Αθήνα ονόματι Μανέτας, κι ένας τυπογράφος Γεώργιος Σκούρτης.
12 σ111
Το ίδιο ήτανε και του Μίχαλου, στα Χιώτικα. Μια παραγκούλα με διάφορα μικρά παραγκάκια εκεί όπου έμενε και αυτός μέσα με την γυναίκα του. Κάπως διαφορετικό, πιο εξευγενισμένο πάλι. Εκεί ερχόντουσαν οι πρώτης τάξεως χασικλήδες, δηλαδή οι πιο σοβαροί, οι πιο καλοντυμένοι, οι πιο λεφτάδες, οι πιο κουτσαβάκηδες, εννοώ τα παλικάρια δηλαδή, ησυχότατοι καί αυτοί, δουλεύανε σε δουλειές. Οι εργαζόμενοι. Καλοί άθρώποι.
...........Χαρμάνης είμαι απ' το πρωί
καί πάω να φουμαρω
μες στον τεκέ του Μίχαλου
πόχει το φίνο μαύρο...........
Κάτω, αλλού είχε χώμα, αλλού σανίδια αλλά περισσότερο χώμα, γιατί κάπου κάπου επετάζαμε καί κανένα ζαφείρι. Είχαμε δε εκεί, μπροστά εκεί στο λουλά, το μαγκάλι με τίς φωτιές. Από διάφορα καρβουνάκια, από καρύδια, από αμύγδαλα, από θυμάρια τού βουνού. Είχαμε καί έναν ντενεκέ, το οποίο εφτούσαμε όλοι μέσα.
13 σ129
Όμως υπήρχαν και μάγκες οι οποίοι ήταν αιμοβόροι. π.χ. ο Μάθεσης. Τομάρι. Άσ' τονα. Ούτε να τόνε βλέπω δεν θέλω. Δεν ήτανε καλός άνθρωπος για μένανε. Αυτός είχε μιαν αγαπητικιά εκ των υστέρων έμαθα στα Μπούρλα εκεί στα μπουρδέλα, ή οποία αυτή ήτα¬νε Κρητικιά. Αυτή αγάπαγε εμένανε πάρα πολύ. Εμένα ήθελε, δεν ήθελε αυτόν. Κι έγραψα το τραγούδι γι' αυτήν.
...........Μαύρα μάτια μαύρα φρύδια μαύρα κατσαρά μαλλιά άσπρο πρόσωπο σαν κρίνος και στο μάγουλο ελιά..........
Κι αυτός εζήλευε γι' αυτή τη δουλειά. Αυτός με μισούσε εμένανε λόγω του ότι νόμιζε ότι θα του πάρω τη γκόμενα. Λοιπόν ένα βράδυ, ζούλα, με χτύπησε στο χέρι μ' ένα ξύλο καί μου 'βγαλε το χέρι από τη θέση του.
14 σ141
Ήμουν πάντα μαστούρης. Δεν έπινα κανένα πιοτό άλλο από το μαύρο, δηλαδή το χασίσι. Δηλαδή ήμουνα πολύ χασικλής, εγύρναγα όλους τους τεκέδες, Αθήνα και Πειραιά, και επερνούσα τον καιρό μου. Έτσι ήταν γραφτό μου σ’ αυτή την ψεύτικια ζωή.
Εν τω μεταξύ ή δυστυχία είχε φτάσει στο κατακόρυφο. Καί όλο το μπουζούκι και το χασίσι.
Στο μπουζούκι εθριάμβευα. Όπου επήγαινα εμαζεύονταν και με ακούγανε. Καί όλα με μια ελπίδα ότι θα ιδώ με το μπουζούκι μου μέρες καλύτερες.
..........Αν μ' αξιώσει o Θεός λεφτά καί αποχτήσω
θα χτίσω ένα μέγαρο τους .........
15 σ14
Κάποτε είχα μείνει χωρίς δουλειά και υπόφερε πάρα πολύ το σπίτι μου. Επήγα σ' ένα φίλο μου και του εκμυστηρεύτηκα τον πόνο μου. Ήταν φίλος μου, πατριώτης και λίγο συγγενής καί με βοήθησε, αλλ' αυτός αλλού απέβλεπε. Δεν ήταν τίμιος άνθρωπος, ήταν πολύ παλιάνθρωπος, όπως απεδείχθη εκ των υστέρων. Καί ή άτιμη η γυναίκα μου τον ερωτεύτηκε καί μην αρωτάς τι έγινε. Τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται. Δηλαδή ήταν ο πρώτος φίλος πού εκμεταλλεύτηκε τη δυστυχία μου. Αν έδωσε ένα ποτήρι νερό να πιώ ήταν φαρμάκι αργότερα.
..........Όταν δεν εχει ή τσέπη σου κανείς δεν σε κοιτάζει ούτε ή μάνα σε πονεί ούτε σε λογαριάζει..........
Εγώ είπαμε δεν μ' ένοιαζε τίποτας άλλο παρά το μπουζουκάκι μου, διότι ήξερα ότι θα με βγάλει ασπροπρόσωπο μια μέρα.
16 σ151
Όταν ο Ανέστος έφυγε από κοντά μας καί έγινε πρεζάκιας, εμείς τότε δεν τόν εζυγώναμε.
Μια φορά τόν επείσαμε και ήρθε μαζί μας καί τόν εφυλάγαμε να μη μας φύ¬γει, διότι κάθε βράδυ έρχονταν μια γυναίκα ονόματι Σκολαρικού, η οποία καί τόν είχε μάθει. Αυτή ήτανε στα μπουρντέλα, όχι καλής διαγωγής. Πόσα μέσα εκάναμε αλλά δυστυχώς δεν άκουε κανένα.
Έγινε πολύ ελεεινός, τον οποίον αρχίσαμε καί όταν τόν εβλέπαμε να τον αποφεύγουμε διότι δέν ημπορούσαμε να μας βλέπει η Ασφάλεια με αυτόν να έχουμε πάρε δώσε. Ήταν ή εποχή πού όλοι εί¬χανε πέσει, οι καλύτεροι μυστικοί του κόσμου, στην πρέζα, προπαν¬τός στην Ελλάδα.
Απ’ την πρέζα πέθανε αυτός, με τη Σκολαρικού. Και οι δυό επέσανε με τη μούρη σ' αυτό, γυναίκα καί άντρας, και πέθανε στον αποκλεισμό. Στο σαραντατρίο τον βρήκανε χάμω. Πέθανε από την πείνα, έπινε καί πρέζα και πέθανε. Αυτό ήτανε το τέλος αυτουνού. Ακριβώς όπως το είπε σ' ένα τραγούδι.
.........Άπ' τον καιρό που άρχισα την πρέζα να φουμάρω ο κόσμος μ’ απαρνήθηκε δεν ξέρω τι να κάνω.........
Θεός σχωρέστον. Καλό παιδί ήταν μαζί μας, καλό, όμορφο, εντάξει παιδί.
17 σ153
Έπαιξα για πρώτη φορά στην Ανάσταση του Πειραιώς. Υπάρχει ακόμα. Στη σημερινή Ευγενία. Είναι πιο πέρα απ’ τον Άγιο Διονύση. Αυτό έγινε το 1934 - 35. Εκεί είχε ένα μαγαζάκι, μια παράγκα με ξύλα ο Κωνσταντόπουλος. Εκεί έπαιζα εγώ, ο Μπάτης, ο Ανέστος, ο Στράτος. Επαίζαμε εκεί πέντε έξι μήνες. Και εκεί εμαζευόντανε ένας άπειρος κόσμος, πολύς. Δεν μπορούσες να περπατήσεις από τον κόσμο. Εκεί εσεργιανούσε όλος ο κόσμος. Ερχόν¬τουσαν πολλοί από διάφορα μέρη, δηλαδή από την Αθήνα καί απ’ όλες τίς συνοικίες, από τις επαρχίες, καί εκαθόντουσαν καί εγλεντούσαν. Δηλαδή ήταν η πρώτη φορά πού έγινε αυτό στον Πειραιά με τη λαϊκή ορχήστρα. Ήταν για πρώτη φορά έ; Μεγάλη δουλειά. Εκεί ελανσάρισα το Αντιλαλούν οι φυλακές.
........Αντιλαλούν οί φυλακές τ' Ανάπλι καί Γεντί Κουλές. Αντιλαλούν τα σήμαντρα Συγγρού καί Παραπήγματα.........
Επίσης τότε ελανσάρισα το Κάντονε Σταυρό, κάντονε, το Μ'έκαψες τσαχπίνα μου ωραία, το Μια γαλανομάτα μια τρελλή τσαχπίνα. Πάνω από είκοσι εικοσιπέντε τραγούδια ελανσάρισα εκεί πέρα.
18 σ157
Το πρώτο μαγαζί πού είχα κάνει αφού δεν έδινει ή αστυνομία άδεια το 'κλεισα. Καί τότες, μετά τα Άσπρα Χώματα, αποφάσισα να πάρω τον Μπάτη, τον αδελφό μου τόν μικρό, τον σημερινό βετεράνο του μπουζουκιού Αργύρη καί κάποιον πιανίστα Ροβερτάκη, και αποφάσισα να ταξιδέψω στη Σύρα για πρώτη φορά, πού είχα είκοσι χρόνια να την ιδώ. Και έπαιξα σε ένα μαγαζί στην παραλία καί κάθε βράδυ εγέμιζε από κόσμο το μαγαζί και έκατσα περίπου δυό μήνες. Κι όταν έγύρισα στον Πειραιά, έγραψα και τη Φραγκοσυριανή:
.........Μια φούντωση μια φλόγα έχω μέσα στην καρδία.........
Ο δίσκος μέχρι τώρα πουλιέται στην Κολούμπια του Λαμπρόπουλου. Κατόπιν την έγραψε καί ο Χατζηδάκης καί την έστειλε στο εξωτερικό καί πωλείται μέχρις αυτής της στιγμής.
19 σ161
Τώρα συλλογιστείτε σε τί μοίρα είχε πέσει ή μάνα, να βλέπει τα δυό της παιδιά να τρώγονται καθημερινώς καί αιτία να είναι η πόρνη. Ξυλοδαρμοί πότε με τη μάνα πότε με τ' αδέλφια, καί μην αρωτάς τους καημούς της. Αυτό το πράγμα εβάσταξε αρκετά χρόνια, ώσπου ήρθε η ημέρα του λυτρωμού. Την άφησα, την εχώρισα καί έφυγα από κοντά της. Όπως έγραψα τώρα τελευταία στον Ξε¬νύχτη .
........Ήθελα να σ' αντάμωνα να σου 'λεγα καμπόσα.........
Αλλά παρήλθε χρόνος ώσπου να την ξεχάσω καί κάθε βράδυ ήμουν σκεπτικός. Έπινα, εμεθούσα, δε μ' ένοιαζε για τίποτες, την είχα πάντα στο νού μου. Καί χωρισμένοι, κάπου εσυναντιόμαστε σε απόμερο μέρος κρυφά για να μη μας βλέπουν, διότι ο κόσμος το έμαθε ότι την εχώρισα.
20 σ163
Η Θεσσαλονίκη μ' άρεσε πολύ. Ωραία πόλη.
Κόσμος, φτωχόκοσμος έτρεχε, ντυμένος καλά. Καί οι γυναίκες προπαντός πολύ σίκ. Πολύ εντυνόντουσαν καί οι άνδρες. Δηλαδή πλούσια χώρα. Σα να ήσουνα στην Ευρώπη αν και δεν έχω πάει ακόμη. Άλλο τόσο και στη Ρόδο πού έχω πάει. Έγραψα τότε καί τραγούδι για τη Θεσσαλονίκη.
.........Ώραία την έπέρασα μες στη θεσσαλονίκη θυμήθηκα το δώδεκα πού πήραμε τη νίκη........
Στη Θεσσαλονίκη γνώρισα καί τον περίφημο διευθυντή της Αστυνομίας, τον Νικόλαο Μουσχουντή. Όταν πρωτοπήγαμε εκεί πέρα, καί την πρώτη φορά πού πήγα με τον Μπάτη και τη δεύτερη φορά πού ξαναπήγα, όσες φορές σαν πήγα, αυτός το είχε καύχημα ότι είμαστε πατριώτες του εδώ απ' την Αθήνα κι απ' τον Πειραιά. Καύχημα.
21 σ167
Πήγα δυό τρείς φορές στα Τρίκαλα προπολεμικά.
Έναν αδελφό εκεί πέρα έχει ο Τσιτσάνης, ο οποίος τόν έχει βοηθήσει πολύ τον Τσιτσάνη. Γράφει τραγούδια και παίζει καί μπουζουκάκι, αλλά όχι σαν τον Τσιτσάνη έ; Χρίστο. Αυτός πίνει κάνα κρασί, πιο φουκα¬ράς, πιο φτωχός καί μου φαίνεται πώς είναι καλύτερο σκαρί από τον Τσιτσάνη. Σκάλες πιο αψηλά απ' το Βασίλη σε χαρακτήρα.
Από τότες, από κεί από τα Τρίκαλα αρχίνησε κι έγραψα και τόν Ισοβίτη.
..........Στη φυλακή με κλείσανε ισόβια για σένα τέτοιο μεγάλονε καημό επότισες εμένα.......
Το 'γραψα στ’ Άσπρα Χώματα πού καθόμουνα τότε πού είχα το μαγαζί καί είχα τη γυναίκα μου πού μου 'κανε κόνξες.
22 σ171
Η γυναίκα πού με βοήθησε επί τέλους να τήν ξεχάσω ήταν ή Βουλγάρα η Σαλονικιά, η Έλλη.
Την εγνώρισα στό Βαρδάρη σ' ένα κακόφημο οίκο. Ήταν τών ηθών, πουτάνα. Μ' αγάπησε παραφόρως καί την αγάπησα καί γώ.
Ήταν ωραία γυναίκα, κοντούτσικη αλλά όχι πολύ κοντή, κοντόχοντρη γυναίκα, ντυμένη καλά βέβαια, πού είχε λεφτά καί κονόμαγε.
Εζούσαμε πολύ καλά καί επειδής ετραγουδούσε λίγο, την έβαλα στο γραμμόφωνο καί μου ετραγούδησε τόν δίσκο
..........Στο Φάληρο που πλένεσαι περιστεράκι γένεσαι.......
Αυτό είναι καθεαυτού συριανό ζεμπέκικο, ματζοράκι. Από μικρό παιδί πού ήμουνα στη Σύρα εθυμόμουνα αυτό τό σκοπό πού παίζαν τα οργανάκια ενώ τά λόγια είναι δικά μου.
23 σ172
Καί εδουλεύαμε μαζί με τη Βουλγάρα, αλλά η μελαγχολία μου δε λέγεται, διότι δεν ημπορούσα να κοιμηθώ καθόλου, εθυμόμουν την ελεεινή την πρώτη γυναίκα πού έχώρισα.
Η Βουλγάρα ήξερε το περιστατικό καί μου έκανε κι αυτή κουράγιο για να την ξεχάσω, διότι ήθελε να με έχει. Είχα χωρίσει καί πήγαινα ζούλα τη νύχτα καί της χτυπούσα τα παράθυρα. Άλλοτε δε μ' άνοιγε κι άλλες φορές μου άνοιγε. Δεν ασχολιόντανε αν ήταν μέσα ο αγαπητικός της. Όχι πού το είδα, αλλά μπορεί και να ήτανε. Τέτοια ήταν αυτή. Εξ ού καί το τραγούδι Τα μπλε σου παραθύρια.
..........Περνούσα και σ' άντίκρυζα ψηλά στα παραθύρια
και τότε πια καμάρωνα τα δυο σου μαύρα φρύδια.........
24 σ173
Δέν μου είχε φύγει τελείως ο νταλκάς για τη Ζιγκοάλα αν και επέρασε ένας χρόνος. Αλλά όλο καί εξεχνούσα κάπως και μου έφευγε η στενοχώρια μέρα με την ήμερα, αλλά μετά ήθελα να μην έχω γυναίκα καθόλου. Ήθελα να ήμουν μοναχός καί έτσι επήρα την απόφαση να χωρίσω καί από την Έλλη.
Την απαράτησα σα να μην ήτανε τίποτα. Δεν ελεγότανε η λύπη μου γι' αυτή τη γυναίκα η ο¬ποία εστάθηκε πολύ παλικαρίσια απέναντι μου και με αγαπούσε μέ¬χρι αφάνταστου σημείου αλλά εμένα ο λογισμός μου ήταν στην άλλη την ελεεινή.
Κατόπι είχα βγάλει καί τραγουδήσει εγώ ένα χετζαζ - χασάπικο με πολύ ωραία λόγια πού θα το ξαναπεί τώρα σε δίσκο ο Ευσταθίου και λέω
.........Μ' έκανες καί χώρισα κι εσύ 'σουν ή αιτία........
Είπαμε τα δικά μου τα τραγούδια είναι όλα αληθινά γιατί είναι βγαλμένα από την καρδιά μου.
25 σ175
Μετά τις περιοδείες με περίμεναν να πάω στην Αθήνα στο Βοτανικό. Εκεί στο δάσος ο Αντώνης ο Βλάχος είχε ένα μαγαζί μπαρ σε μια μάντρα, στίς γραμμές του σιδηροδρόμου. Καί άρχισα να κάνω την ορχήστρα μου. Επήρα τότε μαζί μου για πρώτη φορά τόν Ιωάννη Παπαΐωάννου καθώς και τον Καρίπη τον Κώστα, και τον Στέλιο τον Κερομύτη, ένα καλό παίδι καί καλό μπουζουκάκι, καί κάποιον Στέλιο με το σαντούρι του, και είχαμε την ορχήστρα τη λαϊκή, την καθεαυτό ορχήστρα δηλαδή τη μάγκικη. Αργότερα είχα και την Χασκιλ την Εβραία.
Δεν μπορώ να σας παραστήσω τι έγινε εκεί. Κάθε βράδυ εμαζευόντανε άπειρος κόσμος και καθόντανε και γλένταγε από το βράδυ μέχρι τις πέντε έξι ή ώρα! Καί κάθε βράδυ μας άκουαν όλους καί χειροκροτούσαν. Κάθε βράδυ εγινόντανε πανηγύρι και έγραψα ένα τραγούδι εκεί
.........Κάθε βράδυ θα σε περιμένω
κι όπου θέλω γώ θα σε πηγαίνω.........
Αυτό το τραγουδούσα καί το εχόρευαν χασάπικο. Κάθε βράδυ πανζουρλισμός.
26 σ176
Εκεί στο Βοτανικό είχα γνωρίσει μια Άννα, καλή της ώρα, δεν ξέρω αν ζει. Η Άννα με γιόμοζε τις τσέπες λεφτά. Χιλιάδες. Δεν την είχα ανάγκη δηλαδή, έτσι, επειδής το ήθελε, θα σε κάνω πλούσιο. Κάπου την έπαιρνα και γύριζα στους τεκέδες. Σιγά σιγά την έμαθα να φουμέρνει κι αυτή. Την έπαιρνα καί πηγαίναμε στον τεκέ τού Γραβαρά προς το Μενίδι, στους Αγίους Αναργύρους. Φεύγανε όλοι, πηγαίναμε μαστουριάζαμε κι οι δυό μαζί, καί μετά μ' έπαιρνε, πηγαίναμε σ' ένα ξενοδοχείο να κοιμηθούμε μαζί.
Αυτή ή γυναίκα όπως την εβρήκα, έτσι μου χάθηκε άξαφνα.
.........Ρίξε τσιγγάνα τα χαρτιά και πέσ' μου την αλήθεια θα γιάνει τάχα ο καημός πού έχω μες στα στήθεια.......
Πόσο προσπάθησα για να τη βρώ αυτή τη γυναίκα, να μάθω, να πούμε, τί έγινε. Πέθανε;
27 σ178
Τα μαύρα κουστούμια μ' άρέσανε. Τα μαύρα ρούχα είναι σοβαρά. Καί τότες μάλιστα είχα βγάλει κι ένα δίσκο πού τόν τραγούδησε ο συγχωρεμένος ο Καρίπης στην Κολούμπια, ένα μινοράκι, για τα μαύρα ρούχα.
.........Απ' τον καιρό πού εβγαλες τα μαύρα σου τα ρούχα έσβησε φως μου ο σεβντάς μες την καρδιά πού σου 'χα.........
Λοιπόν, τώρα έχω μέσα πολλά μαύρα άραφτα, καί μαλώνω με τη γυναίκα μου. Τι θα τα κάνεις; Τί θα τα κάνω; Ό,τι θα τα κάνω. Άμα πεθάνω μοίρασε τα. Άμα ερχόμουνα στην Αμερική θα τούς κατέπληζα τους Αμερικάνους, θα λεν τί είν' αυτός ρέ!
28 σ181
Ο φίλος της Μαριώς την έδερνε διότι έζήλευε. Ξέρεις τί ξύλο τρώω για σένανε, μου λέει. Τί λες βρέ κοπέλα μου, ποιός είναι; Ο Μήτσος. Μιά, δυο, τρεις μου κόλλαγε. Έ, δεν ήμουνα και κουτός. Ά, θα την πάρω, θα πάμε κάπου να βγάλουμε τα μάτια μας.
Όμως μ' αύτήνα την Μαριώ υπόφερα τα πάνδεινα. Πρώτα με τον φίλο της το Μήτσο, ο οποίος δεν μ' αφήνε ησυχία με μηνύματα και απειλές. Μετά ήταν και ένας καπελάς πού είχε γυναίκα και παιδιά και τον είχε ξεμυαλίσει, και τον είχε κάνει άνω κάτω, και με επιάνανε εμένα τα κουνιάδια του, αν ήταν τρόπος να την ξεκόψω από αυτόν. Μετά ήταν ένας άλλος Γιάννης, ο οποίος είχε κάνει φυ¬λακή πέντε χρόνια γι' αυτήνε. Λένε ότι αυτή 'τανε ή αίτια που χτύπησε έναν άλλονε, του 'δωσε κάτι μαχαιριές και πήγε μέσα.
Αλλά το χειρότερο, ήταν γυναίκα του μπελά, πολύ καπριτσόζα. Της είπα να σταματήσει από την δουλειά και να την ξεδηλώσω και αργότερα να την παντρευτώ. Την πήρα και κάτσαμε στο σπίτι της μάνας μου, όμως δεν μπόρεσε να αντέξει στο νοικοκυριό. Ήθελε ελευθερία. Της άρεσε ή βρωμοδουλειά που έκανε. Μάρκο, λέει, θα σηκωθώ να φύγω, δεν μπορώ, δεν αντέχω πια. Έμεινα εμβρόντητος. Πάε, λέω, να φύγεις, αφού σ' αρέσει. Τί να της πω;
Μετά με κατάφερε πάλι καί ξανασμίξαμε σε ένα δωμάτιο πού είχε πιάσει στην οδόν Πειραιώς, στην Αθήνα. Όμως ήταν γυναίκα πολύ ζηλιάρα.
........Αχ κακούργα πόσο με πληγώνεις με τα σκέρτσα σου πως με σκλαβώνεις.......
29 σ173
Μ' όλες αυτές τις γυναίκες πού ανέφερα, αργά ή γρήγορα καθάριζα καί ησύχαζα. Όμως με τη Ζιγκοάλα ακόμη κι όταν μετά τόσα και τόσα μου πέρασε ο νταλκάς, πάλι δεν ησύχασα. Η πόρνη, διότι αυτή ήταν κρυφή πόρνη ενώ οι άλλες φανερές, άρχισε το δικαστικό αγώνα εναντίον μου. Όλο μηνύσεις και μου εζήταγε διατροφή.
.........Σου 'δωσα διαζύγιο τί θέλεις πια από μένα.........
Εγώ επροτιμούσα να πληρώνω τα δικαστήρια και δεν της έδινα αυτής ούτε μια πεντάρα. Και από τίς εταιρείες που έπαιρνα λεπτά, άλλαζα το όνομά μου και δεν έβρισκε να πάρει τίποτας. Δηλαδή αντί Βαμβακάρης έγραφα ψευδώνυμο Ρόκος, του παππού μου το όνομα. Βλέπεις, ήθελε καί να την πληρώνω την ελεεινή. Πεντάρα τσακιστή δεν της έδωσα.
30 σ184
Το 38 λέω ένα άλλο τραγούδι μου (σημ. είναι του Σκαρβέλη)
........Κατάλαβα τη γνώμη σου και τι καπνό φουμάρεις το δόλιο πορτοφόλι μου ζητάς να μου το πάρεις.......
Και έτσι, αφού δεν ημπόρεσε να μου πάρει ποτέ μια δεκάρα, το επήρε απόφαση να σταματήσει τα δικαστήρια και να αρχίσει να δουλεύει, διότι ο αγαπητικός ποτέ δεν της έδινε για να περνά και ήταν υποχρεωμένη να δουλεύει να συντηρεί τη μάνα της. Η μάνα της ήταν μια μέγαιρα ή οποία τα ήξερε όλα και την εσύντρεχε, την εσκέπαζε, διότι και αυτή τα είχε κάνει τα ίδια του ανδρός της, γριά γυναίκα και είχε αγαπητικό μέχρι τα εξήντα χρόνια της.
Ο πατέρας της ήταν εργάτης, είχε δουλειά καλή αλλά μέθυσος.
Έβλεπε τα χάλια της οικογένειας που είχε, δυο κόρες και ένα γιό και τα τρία του σκοινιού και του παλουκιού καθώς και η μάνα. Και μια ωραία μέρα ο άνθρωπος πέθανε με τον καημό στα χείλη.
Ο ένας γιος έγινε παλιοπούστης. Τα δυο της δωδεκάδας δηλαδή. Κρυφόπουστας.
31 σ185 1
Η άλλη κόρη του εχώρισε τον άνδρα της και εζούσε και αυτή παρανόμως με έναν άλλον δηλαδή αγαπητικό, ο οποίος την αγαπούσε πάρα πολύ διότι ή¬ταν πολύ ωραία. Και μια ωραία ήμερα της έδωσε δεκαεφτά μαχαιριές στην καρδιά και τον έκλεισαν φυλακή, καί κατόπιν εγώ τον αθώωσα, διότι επήγα μάρτυς υπερασπίσεως στη Χαλκίδα, στο κακουργοδικείο.
Και έτσι άδοξο ετελείωσε δηλαδή της κουνιάδας μου το τέλος. Μια κοπέλα ωραία. Μια νταρντάνα κοπέλα. Της έδωσε δεκαεφτά μαχαιριές. Τη σκότωσε. Το λέει, και το παλιό, παμπάλαιο συριανό χασάπικο
........Να πεθάνεις, να πεθάνεις, να πεθάνεις με τα νάζια και τα κόλπα πού μου κάνεις.......
32 σ185
Επήρα την απόφαση να μην μπλέξω με άλλη γυναίκα καί το είχα ρίξει στο χασίσι και εκάπνιζα αενάως, διότι μόνον εκεί έβρισκα τη λήθη και την ησυχία. Δυο τραγούδια πού έγραψα τότες δείχνουν πολύ καλά τί σκεφτόμουν και πώς ζούσα.
.........Μπουζούκι μου διπλόχορδο, μπουζούκι μου καημένο
μονάχα συ παρηγορείς κάθε φαρμακωμένο........
33 σ186
Όχι μόνο το καημένο το μπουζούκι μου είχε τη δύναμη να μου γλυκάνει τη ζωή αλλά θυμόμουνα τον καιρό εκείνο που είχε κατατρεγμό μεγάλο το μπουζούκι. Σας είπα ότι μας κυνηγάγανε στους τεκέδες και μας τραβάγανε, και το μπουζούκι δε θέλανε να το ξέρουνε με κανένα τρόπο. Αλλά είχε τέτοια μεγάλη δύναμη από τότες, πού εισχώρησε σε όλα, και μέχρι που έχει φθάσει σήμερα.
Και το άλλο τραγούδι λέει
.........Όσοι έχουνε πολλά λεφτά να 'ξερα τί τα κάνουν άραγε σαν πεθάνουμε, μαζί τους θα τα πάρουν.......
Αυτά έλεγα τότε. Και άρχισα να είμαι με τη μάνα μου που υπόφερε, και την κοίταζα όσο μπορούσα καλύτερα αυτήν καί τον Λεονάρδο πού είχε τρελλαθεί από το χασίσι, καθώς καί τον μικρό τον Αργύρη.
34 σ189
Εκηρύχτηκε ο πόλεμος του 1940 και επήγε όλος ο κόσμος στρατιώτης. Έμεινα μόνος μου αλλά και σε λίγο διάστημα επήραν την ηλικία μου, δηλαδή του 1925, και με έντυσαν στρατιώτη στο Γουδί. Και τότε έβγαλα και ένα τραγούδι, που με έντυσαν φαντάρο.
........Όσο κι αν το 'λεγαν πολλοί εγώ δεν φανταζόμουν τώρα στα γεροντάματα φαντάρος θα ντυνόμουν........
35 σ191
Όταν άρχισε ο πόλεμος έκλεισε ο Βοτανικός.
Εν τω μεταξύ στην Ομόνοια είχε ανοίξει ένα κέντρο ο πατριώτης μου Μάριος Δαλέζιος στην οδό Ιωνος 6, και εκεί εσυμφώνησα να πηγαίνω να παίζω τα βράδυα και έκανα πάλι την ορχήστρα. Ε¬γώ, ο Κερομύτης, ο Παπαιωάννου, ο Περιστέρης, ο Καρίπης και άλλοι που δε θυμούμαι καλά, αλλά ξέρω από το μαγαζί αυτό πέρασαν όλοι, ο Περδικόπουλος, ο Τσιτσάνης, ο Χιώτης καθώς και ο Χατζηχρήστος και άλλοι πολλοί.
Στου Μάριου επέρασα τον καιρό της Κατοχής. Επέρασα πολύ καλά. Εκεί αρχίσανε καί μ' αγαπάγανε κάτι Γερμανοί, κάτι Ιταλοί κι αυτοί μου φέρνανε πολλά τρόφιμα κι έδινα στην οικογένεια.
Εκονομούσα τόσα λεφτά, πάρα πολλά, Αλλά δεν είχαν αξία. Εκατομμύρια, χιλιάδες και δισεκατομμύρια. Ματσάκια.
.........Ματσάκια πεντοχίλιαρα θέλεις να την περάσεις πού σου 'ρχεται να τρελλαθεις καί τα βουνά να πιάσεις.........
36 σ196
Η Βαγγελιώ δούλευε σ' ένα μαγαζί πού είχε ξηροί καρποί, και επήγαινα που και που και την αντάμωνα και τα λέγαμε πότε πότε.
.........Χρόνια μες στην Τρούμπα μαγκίτης κι άλανιάρης φρόντισε να μάθεις κι υστέρα να με πάρεις........
Όμως είχα το πρόβλημα του πρώτου μου γάμου ο οποίος είχε γίνει στην καθολική εκκλησία αν και η πρώτη μου γυναίκα ήταν ορθόδοξος. Και όπως είναι γνωστό, εμάς ή θρησκεία η δικιά μας διαζύγια δεν δίνει.
Ένα καλό παιδί, φίλος μου, το Γιαννάκι Καλύση που μ’ αγαπούσε, ήταν εκεί που είναι οι παπάδες, στην επισκοπή. Και τα κανόνισε τα χαρτιά, και μου τα ‘βαλε κάπως έτσι, ξέρω γώ τί, και μου 'δωσε το χαρτί καί στεφανώθηκα ορθόδοξα αν και ήμουνα καθολικός. Και όταν το λοιπόν εμάθανε οι καθολικοί μου λέγανε.
— Να πας να πάρεις τη γυναίκα σου.
— Ποιά γυναίκα να πα να πάρω; Δεν σου 'χω πει ότι αυτή εί¬ναι πουτάνα και γαμιέται; Μπορώ εγώ να πα να πάρω αυτή τη γυναίκα; Πάρ' τηνε εσύ.
Και τελείωσε. Παντρεύτηκα.
37 σ211
Στίς Τζιτζιφιές ήταν βλέπετε μόνον του Καλαματιανού το κέν¬τρο. Κατόπιν άνοιξε και o Μάριος Δαλέζιος. Αυτός ήταν και πατριώτης μου, Συριανός, καθολικός κι αυτός. Από την οδόν Ιωνος κατέβηκε στίς Τζιτζιφιές, καί έφυγα από του Καλαματιανού και πήγα στου Μάριου. Και έτσι στο ένα μαγαζί ήμουν εγώ με τον Παπαιωάννου και στο άλλο ο Μανώλης ο Χιώτης. Αλλά το κέντρο το δικό μας εδούλευε πάρα πολύ. Εκεί εδιασκέδασεν διάφορος κόσμος, μεσαίας τάξης καθώς και πρώτης τάξης και πολύ λαικός κόσμος. Κάθε βράδυ ήταν πατώ σε πατείς με.
........Ξεκινούν απο το Κολωνάκι για να κατέβουν στίς Τζιτζιφιές.......
38 σ212
Και κει το λοιπόν είχαμε μια καινούργια κατάχτηση. Εκει έτυχε να έλθει με την αδελφή της να με γνωρίσει μια πατριώτισσά μου ονομαζόμενη Ρίτα, και άρχισε τότε ένα ειδύλλιο πολύ ζόρικο. Μόλις την είδα τα έχασα. Ηταν μια κοπέλα είκοσι χρονώ με μακρυά μαλλιά, καθώς λέει και το ρητό, και λίγη γνώση. Καί τέλος πάντων την αγάπησα πάρα πολύ, πού με έκανε να ξεχάσω σιγά σίγα την πατρινιά τη Γεωργία. Είχα βγάλει τότε.
.....Βαρέθηκα τις γκόμενες κοντεύω να τα χάσω γι' αυτό και τ' αποφάσισα για να φορέσω ράσο.....
Ωραίο τραγούδι, χασάπικο. Και μ' αυτό το τραγούδι ακούσε και ήρθε. Η οποία κατόπι μου έλεγε ότι ήταν και μοναχή, δηλαδή καλογριά. Μου είπανε ότι μ' αυτό το τραγούδι που ακούσε το δικό μου, παράτησε την καλογερική και πήγε κει στο Κολωνάκι, δούλα σ’ ένα σπίτι.
39 σ213
Τότες έγραψα για τη Ρίτα και τούτο το τραγούδι.
.........Έχω καημούς αγιάτρευτους βαθιά στα φυλλοκάρδια και πάντα μελαγχολικό με βλέπουμε τα βράδυα για μια κοπέλα όμορφη πού γνώρισα ο καημένος.......
Η Γεωργία δεν ήξερε στην αρχή για την Ρίτα, όμως έβλεπε που την απόφευγα. Τί κλάματα έκανε! Μου έλεγε ότι δεν με αγαπάς κάποια άλλη φαίνεται θα έχεις.
Εν τω μεταξύ άρχισε να μαθαίνει και η γυναίκα μου για τη Γεωργία, και μην αρωτάτε τι γρίνια έγινε μέσ' στο σπίτι.
Μιαν ημέρα, επήγα να πάρω το αυτοκίνητο της συγκοινωνίας που επήγαινε στίς Τζιτζιφιές και ήταν μέσα και οι δυο, Γεωργία και Ρίτα. Εγινε ένας καυγάς! Αλλά εγώ τις επαράτησα καί έφυ¬γα με άλλο αμάξι καί ήλθα στο μαγαζί.
40 σ228
Μέχρις αυτό το σημείο έβγαζα καλά. Καλό μεροκάματο και τυ¬χερά και είχα βγάλει και πολλούς δίσκους. Από τις Τζιτζιφιές και μετά όμως, τί να το κάνεις αφού αρρώστησα το 54. Αρρώστη¬σα βαριά με αρθριτικά και έπεσα άρρωστος στο κρεβάτι. Δεν ημπο¬ρούσα να περπατήσω και τα χέρια μου, είχα κουλαθεί, όλα δηλαδή, ήμουν χάλια. Και μην αρωτάς την στενοχώρια μου. Δεν ημπο¬ρούσα να δουλέψω, και ή δυστυχία μου δεν λέγεται. Τί να κάνω;
Απο τους συγγενείς μου δεν ερχόνταν κανένας να με δει, ούτε τα αδέλφια μου, ούτε από το σόι της γυναίκας μου. Μ' αφήσανε να πεθάνω. Και όπως αργότερα έγραψα.
........Σ' αυτόν τον κόσμο τον κακό καλό δεν περιμένω
ποιος σου 'βγαλε το μάτι σου, ο συγγενής,
αχ, κι είναι βαθιά βγαλμένο.......
Το λοιπόν έπεσα στο κρεβάτι, και επερίμενα τον χάρο να με πάρει. Ημουν άρρωστος, πονεμένος, ξεχασμένος απ' όλους και σβησμένος από παντού.
Απο δουλειές του πάλκου το 55, 56, 57 είχα σβήσει από παντού, δεν έπαιζα πια. Και για όλη αυτή τη δυστυχία έφταιγε ο αδελφός μου, ο οποίος δεν τον ένοιαζε για μένα καθόλου. Δηλαδή όλα εκείνα πού έκανα γι' αυτόν πήγαν χαμένα.
41 σ236
Κι έτσι κι αυτή τη δεκαετία από το εξήντα μέχρι τώρα έχω άλλη μια σοδειά από τραγούδια. Γιατί έβγαζα τα παλιά μου τραγού¬δια, τα πρώτα τα σουξέ, όμως έγραφα και γράφω συνέχεια νέα τραγούδια. π .χ.
........Μάνα μ' όταν με γέννησες γιατί δεν μου το είπες
πώς έχει ο κόσμος βάσανα......
Αυτό καινούργιο είναι. Το τραγούδησε ο Μπιθικώτσης στην Κολούμπια τώρα το εξηνταπέντε και τότε το 'γραψα κιόλας. Ωραίο τραγούδι, της στεναχώριας απ' όλα αυτά που είχα περάσει.
42 σ237
Αυτή την εποχή έγραψα πολλά τραγούδια της στεναχώριας, όχι ένα και δυο, πολλά. Όλο τέτοια έγραφα.
........Τι πάθος ατελείωτο που είναι το δικό μου όλοι να θέλουν τη ζωή καί γώ το θάνατό μου.......
Καί τα μαγαζιά, όταν είδαν ότι φώναζαν τα ράδια καθημερινώς Μάρκος Βαμβακάρης και Μάρκος Βαμβακάρης, δεν μπόραγε να πάω για ένα κομμάτι ψωμί. Επήγα με μιάμιση χιλιάδα μεροκάματο στην Πάτρα π.χ. προ δύο χρόνια. Με πήραν εδώ στον Ξενύχτη με 1.350 δραχμές μεροκάματο. Με πήρανε στην Πλάκα, έπαιζα δυο τρία βράδια με χίλιες δραχμές μεροκάματο. Ηταν χιλιάρικα. Άρχισα να παίρνω φωτιά.
Βοήθησαν σ' αυτό καί οι φοιτητές οι οποίοι μου κάνανε μεγάλες εκδηλώσεις. Οχι μόνον εδώ παρά και στη Σαλονίκη που πήγα μαζευόταν ο φοιτητόκοσμος. Και εδώ όπου έπαιζα στην Πλάκα, εμαζεύονταν ο φοιτητόκοσμος. Φαίνεται εγνώριζε την ιστορία μου, έμαθε την ιστορία μου, ήξερε ποιος ήμουνα και ο φοιτητόκοσμος μ' αγάπαγε πολύ, πάρα πολύ. Δηλαδή όπου να πάω τώρα εγώ έχω τους φοιτητές μαζί μου. Έρχονται.
Αυτή ή δουλειά άρχισε όταν εκάναμε με το Νέαρχο Γεωργιάδη και την Κική Καλαμαρά μια συναυλία σε ένα σπίτι, αλλά μεγάλο σπίτι. Δεν πληρωθήκαμε. Ήτανε φιλική συναυλία. Ο ενθουσιασμός των φοιτητών ήτανε άλλο πράμα. Πήρα τα παιδιά μου, τον Στέλιο καί τον Δομίγκο και πήγα. Όπως και στο Κεντρικό πού 'κανα συναυλία, η δεύτερη αυτή για τους φοιτητές, πήγα πάλι με τα παι¬διά μου. Την συναυλία αυτή την οργάνωνε ένας φτωχός φουκαράς επαγγελματίας, πού ήθελε να με πάρει τώρα στο Αγρίνιο, ο Τάσος Σχορέλης.
43 σ272
Πάντως εμένα τα περισσότερά μου είναι νιαβέντι. Ωραίος δρόμος. Ολοι οι δρόμοι είναι ωραίοι, αλλά ξέρω γώ, αυτός μήπως ταιριάζει με τη φωνή μου. Για μένα κανένας δρόμος δεν είναι δύσκολος, αλλά πιο καλύτερα και πιο γλυκύτερα είναι αυτός ο δρόμος, αυτό το νιαβέντι. Μήπως το κιουρτί είναι άσχημο;
Ωραίο πράμα. Τα ζηλιάρικά σου μάτια π.χ. που το 'χω γράψει κατά το 30 είναι
νιαβέντι.
.......Τα ζηλιάρικά σου μάτια μ' έχουνε τρελλάνει δε λογάριασα παλάτια σκλάβο μ' έχουν κάνει......
Τα περισσότερα χασάπικα μου ήταν νιαβέντι. Είναι ο δρόμος που εταίριαζε με το λαιμό μου, και το 'βγαζα δηλαδή εγώ όταν ετραγούδαγα. Οι άλλοι, μπορεί τώρα αυτό το κομμάτι να το 'δινα εδώ και να το 'λεγε από άλλο δρόμο. Αντί από νιαβέντι να το 'λεγε από ρε μινόρε, να το 'λεγε από φα μινόρε, από ντο μινόρε. Η φωνή η δικιά μου είναι από ρε να τραγουδήσω. Οταν πρωτοβγήκα όλα μου τα κομμάτια τα τραγούδαγα από ρε μινόρε τα χασάπικα, ρε ματζόρε τα ζεμπέκικα. Ηταν λιγάκι ψιλούτσικα, αλλά με τη διάρκεια του καιρού ο τόνος κατέβηκε κι έφτασα στο σι μινόρε που ήτανε ότι πρέπει, ετραγούδαγα άνετα.
Κανένας απ' τους τραγουδιστές που μ' ακολούθησαν, κανένας δεν μπόρεσε να μ' αντικαταστήσει ακόμη εμένα. Αυτός ο Ευσταθίου κάτι πήγε να κάνει. Αλλά δεν το μπόρεσε, διότι εγώ βαδίζω και πάω εκεί απάνω ψηλά, ύψος από φωνή. Πάω απάνω, απάνω και δια μιας πέφτω κάτω και ίσος, κόντρα μπάσο, κόντρα μπάσο και σωστός.
44 σ275
........Μ' έκαψες τσαχπίνα μου ωραία μ' έκαψες τσαχπίνα μου τρελλή.......
Αυτό το ‘χω γράψει το 1936. Λοιπόν αυτό το τραγούδι έτυχε να γνωρίσω μια γυναίκα ελευθέρων ηθών, Μαρίκα την λέγανε, με ξανθά μαλλιά, ωραία γυναίκα, την οποία αυτή μ' αγαπούσε, αλλά πιο μπροστά είχε ένα ξάδελφο μου και η αγάπη αυτηνής ήτανε κρυφή. Ηταν σε μπορντέλο, πήγαινες και έδινες 5 τάλιρα και την καβάλαγες. Εγώ βάσταγα χαρακτήρα του συγγε¬νούς μου. Αλλά ήμαστε φίλοι, όχι με κακία ε; Αυτή έβγαινε το λοι¬πόν με τον φίλο της κι εγώ μαζί. Και τέλος πάντων ο φίλος μου μια ωραία μέρα πέθανε. Τότες εμπήκα εγώ στην υπόθεση. Εγυρίζαμε μαζί στους τεκέδες. Εφούμαρα κι εγώ κι αυτή. Της άρεσε το χασίσι. Της άρεσε ή συντροφιά μου πολύ, δε λεγότανε. Την αγάπαγα και μ' αγάπαγε και σχεδόν όλοι οι μάγκες του Πειραιώς την ξέρανε και την προσέχανε γιατί ήτανε και κουβαρδού γυναί¬κα. Ηθελε να μπει στον τεκέ, και ήθελε να πει στον τεκετζή, να φουμάρουνε τα παιδιά, και να πληρώνει αυτή. Καλή γυναίκα.
Την Μαρίκα την εκράτησα μέχρι 5-6-7 μήνες. Κατόπιν μια μέρα μου λέει, θα παντρευτώ Μάρκο. Λέω, να παντρευτείς Μαρίκα μου, τί να της πω; Τί περιμένεις πια, φτάνει. Και παντρεύτηκε και παίρνει έναν από την Θήβα. Την όποια πέρασαν χρόνια, εφτά όχτώ χρόνια, την είχα ξεχάσει πια αυτή κι έτυχε να πάω στη Θήβα να παίξω. Εκεί σαν πήγα το λοιπόν ήλθε και με βρήκε κι απόφευγα. Είναι και παντρεμένη κει πέρα, τί θέλω γώ; Και με προσκάλεσε. Ελα στο σπίτι είμαι χώρια από τον άντρα μου. Πήγα γώ εκεί και μου 'πε έτσι κι έτσι, για τον άντρα της που την παράτησε, πολλά πράματα. Εκτοτε να πούμε δεν την ξανάδα. Τώρα ζει, είναι αυτού στη Θήβα ακόμα, δεν ξέρω. Και το 'γραψα αυτό το τραγούδι γι' αύτήνα.
45 σ277
.........Χαράματα ή ώρα τρεις θα 'ρθω να σε ξυπνήσω........
Είναι ώραϊο τραγούδι, το τραγούδησα εγώ στην Οντεόν. Είναι ωραίο χασάπικο, πολύ ωραίο και εξευγενισμένο, αλλά αυτό το ‘χα γράψει για την λάγια αυτήν εκεί κάτω την ξευτιλισμένη, που σου 'λεγα ότι πέρασε χρόνος και πήγαινα και της χτύπαγα τα παράθυρα της πουτάνας για να τήνε δω. Θα μου πεις, και τι ήταν αυτό;
Μου πέρναγε εμένα όμως το μεράκι. Για την ίδια δουλειά έγραψα και Τα μπλε σου παραθύρια.
46 σ278
.........Εγώ για σε βρε πονηρή θα πάω να μαστουρώσω μέσ' το δικό σου μαχαλά με όλους θα μαλώσω......
Αυτό το έβγαλα προπολεμικά με κάτι λόγια τα οποία όμως άλλαξα κατόπι γιατί δεν πέρναγαν την λογοκρισία. Ελεγα......
Θέλω να γίνω ισχυρός ωσάν τον Μουσολίνι
ωσάν τον Χίτλερ ζόρικος π' ούτε ψιλή δε δίνει.
Σαν τον Κεμάλ που έκανε μεγάλη την Τουρκία
και κάνουν κόζι οι Ελληνες κι έχουνε απορία.
Και συ βρε Στάλιν αρχηγέ του κόσμου το καμάρι
όλοι οι εργάτες σ' αγαπούν γιατ' είσαι παλικάρι......
Που να το παρουσιάσω αυτό το πράμα στον Μεταξά! Μόνος μου το απόριψα το λοιπόν κι έβαλα τα λόγια της πονηρής.
Ωραίο χασάπικο, πήγε πολύ καλά το 1936 και τώρα το 'πε ο Μιχάλης ο Χατζηαντωνίου στη Μιούζικ Μποξ πρίν τέσσερα πέντε χρόνια.
47 σ280
.......Η φλογερή σου αυτή ματιά και το γλυκό σου γέλιο
μου 'χουν ραΐσει την καρδιά, Χριστίνα μου, μ' έκανες και σε θέλω........
Αυτό είναι ζεμπέκικο, ματζόρε, στην Οντεόν το τραγούδησα εγώ το 38. Δεν είχα τίποτες με καμία Χριστίνα. Ενα όνομα, το πήρα, το τσάκωσα καί το 'γραψα.
48 σ281 1
.......Γιατί μικρούλα μου γιατί καρδούλα μου θέλεις να με παιδεύεις; .........
Αυτό είναι από τα πρώτα μου, παλιό χασάπικο γραμμένο μάλ¬λον στην Κολούμπια. Είναι νιαβέντι, μινόρε.
49 σ281 2
Στον ίδιο δίσκο, είχα βάλει ένα άλλο νιαβέντι χασάπικο που έλεγε:
..........Με τις μυρωδιές σου με τίς γλυκές ματιές σου μ' έκανες να λυώνω κι έχω για σένα πόνο.........
50 σ282 1
.........Μια όμορφη μελαχρινή ναζιάρα και σκερτσόζα τόσο πολύ με τυραννεί και μου κρατάει πόζα.......
Νιαβέντι χασάπικο πού το 'χω τραγουδήσει εγώ.
51 σ282 2
..........Με πλάνεψες μποέμισα με την τρελλή ματιά σου με τα πολλά τα χάδια σου καί την γλυκιά μιλιά σου.........
Αυτό το τραγούδησα το 1936 με την Αμπατζή, δηλαδή της Ρίτας της Αμπατζή την αδελφή.
52 σ283 1
.........Για σένα μαυρομάτα μου χαράμισα τα νιάτα μου.........
Αυτό ήταν μεγάλο σουξέ το oποίο βγήκε προπολεμικά στην Oντεόν.
53 σ283 2
.........Αχ μ' αρνήθηκες δε λυπήθηκες τόσα χρόνια που σε αγαπούσα.........
Ωραίο χασαποσέρβικο νιαβέντι σε δίσκο το 37 - 38.
54 σ283 3
........Θέλω να σε δω το βράδυ μια στιγμούλα στο σκοτάδι να σου πω το μυστικό μου και τον πόνο τον δικό μου.........
Eτούτο είναι χουζάμ, ζεμπέκικο, γιουρούκικο. Ντερμπεντέρισα ίσον έξυπνη.
55 σ238 4
.........Κάποιο βράδυ με φεγγάρι είδα τη δική σου χάρη κι από τότε σε λατρεύω μέρα νύχτα σε γυρεύω.
.'
Κι αυτό χουζάμ γιουρούκικο.
56 σ284 1
Το 1935 για μια κοπέλα στη Σύρα έγραψα την Φραγκοσυριανή. Το 36 - 39 έγραφα συνέχεια, είχα μεγάλη έμπνευση τότε. Και το 40 - 42 - 43 έγραφα. Αλλά δεν εβγαζαν δίσκους τότε λόγω της καταστάσεως. Κι όλο για κοπέλες, για τέτοια, έγραφα. Τί άλλο θα έγραφα αφού ήμουν παιδί; Αν δεν ήταν ερωτικά τί άλλο να γράψω αφού ήμουν ένα παιδί 25 - 30 ετών. Έχω γράψει και μερικά αλλά, αλλά και κείνα πάλι στις αγάπες γυρνούν. Για επαγγέλματα τρία έχω γραμμένα Αλλά δεν τα θυμάμαι, βρίσκονται σε δίσκους.
.......Χασάπη μου με την ποδιά πού σαν τη δέσεις πίσω.......
Δεν το θυμάμαι.
57 σ284 2
Το δεύτερο για επαγγέλματα είναι:
......Μες στην χασάπικη αγορά ένα χασαπάκι με την έλίτσα και τα φρύδια τα σμιχτά.....
58 σ285 1
Έχω γράψει και για αλλά πράματα, π.χ. Τους πρωθυπουργούς, Το Χαϊδάρι, και άλλα πολλά. Ένα του καιρού εκείνου ήταν ο γρουσούζης.
...........Α ρε γρουσούζη όλη νύκτα κάθεσαι και μπεκροπίνεις και στο σπίτι τα παιδιά σου θεονήστικα τ' αφήνεις.........
59 σ285 2
Τα πρώτα μου τραγούδια ήταν χασικλήδικα τα οποία δεν τα θυμάμαι. Χάθηκαν. π.χ.
.........Σα μαστουριάσω και γενώ τρελλός άπ' τη μαστούρα ξεχνώ όλα μου τα βάσανα κι όλη μου τη σκοτούρα..........
60 σ285 3
..........Έπρεπε να ερχόσουνα βρε μάγκα στον τεκέ μας ν' άκουγες τον μπαγλαμά και τίς διπλοπενιές μας.........
Τότες ήπρεπε όλο άργιλε να φουμέρνω και γράψιμο και μουσική. Αυτή ήτανε ή δουλειά μου συνέχεια. Και να πάω να κάνω εκτελέσεις. Δεν είχα άλλη δουλειά.
Όταν δεν είχα άλλη δουλειά καθόμουνα εκεί έξω απο το σπίτι μου και μ' έτρωγε το πεζοδρόμιο. Εκεί ερχόντουσαν και μ' έβρισκαν κόσμος, όπως τώρα εδώ στο σπίτι μου. Γιατί έρχονται και με βρίσκουν πολλοί στο σπίτι μου τώρα.
61 σ286
...........Κάποτε ήμουνα και γώ παιδάκι απο τα φίνα.........
Όλα τα πρώτα μου τραγούδια ήτανε χασικλήδικα. Από το 34 πού ήτανε ή αρχή ήτανε όλα τέτοια. Κι αυτά βγήκανε σε δίσκους, Αλλά τα ξέχασα. Έγραψα πολλά μέχρι το 36. Μετά περίλαβε ο Μεταξάς και γράφαμε αλλιώτικα. Με φώναξαν στην λογοκρισία και μου είπαν, θα σταματήσεις απ' αυτό το γράψιμο, δε θα γράφεις τέτοια πράματα. Δεν ξέρω ποιοί είναι εκεί στη λογοκρισία. Τους έχει το κράτος. Δεν ξέρω ποιοι είναι, ούτε σε ποιό υπουργείο υπάγονται, αν κι έχω τόσα χρόνια τώρα. Αυτοί θα με ξέρουν γιατί γράφω τόσα χρόνια.
Στίς αρχές μου δίναν οδηγίες εμένα και μου λέγανε. Μάρκο πρέπει να γράψεις καλύτερα. Κι αν δεν μπορείς, να τα φέρεις εδώ να στα γράψουμε εμείς. Κάποιος μουσικός Ψαρούδας, καλή του ώρα αν ζει, εάν έχει πεθάνει θεός συγχωρέστονε, μου είπε. Παιδί μου, να μου τα φέρνεις εδώ να στα φτιάχνω εγώ. Δεν πήγα όμως εγώ. Εσταμάτησα. Έγραφα εκείνα πού έπρεπε να γράψω. Έφκιαξα διαφορετικά το γράψιμο μου τότες, συμμορφώθηκα και δεν πήγα σ' αυτούς. Δεν τους είχα ανάγκη ποτές. Δηλαδή από κει πού έγραφα μάγκικα βαριά, καθεαυτού βαριά μάγκικα ε, πολύ μάγκικα, κάθησα κι έγραψα κάτι πιο... Δηλαδή αυτοί τα λόγια κυνηγάνε δεν τους νοιάζει για τη μουσική. Δεν εμπόραγα εγώ να κάνω διαφορετικά. Εδώ ήτανε λόγος. Ό,τι έλεγε ο Μεταξάς έπρεπε να γίνει.
62 σ287
Τότες λίγο πριν αρχίσει η λογοκρισία έγραψα τους Πρωθυπουργούς. Το 'χω τραγουδήσει εγώ σε δίσκο πριν αναλάβει ο Μεταξάς πέντε μήνες έξι. Πρόλαβα και το είπα. Αυτό δεν επαίρναγε από τη λογοκρισία. Πήγε καλά. Έ τότες πεθαίνανε όλοι. Όποιοι ανεβαίνανε και γίνουνταν πρωθυπουργοί πεθαίνανε. Πώς έγινε αυτό και πέθαναν τέσσερις πέντε; Κι έγραψα.
.........Επέθαν' ο Κονδύλης μας, πάει κι ο Βενιζέλος, την πούλεψε κι ο Δεμερτζής, πού θα 'φερνε το τέλος. Όσοι γενούν πρωθυπουργοί όλοι τους θα πεθάνουν τους κυνηγάει ο λαός άπ' τα καλά πού κάνουν......
Αφιερωμένο σ’όλους τους Πατριαρχόφιλους και ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ στην Κοκώνα.
1. Παρασκευη ή Σαββατο εγινε η εκπομπη, γιατι 22 Μαρτίου ήταν Σαββατο
2. Υπηρξε ανακοινωση για την εκπομπη στη σελίδα ή εγω είμαι θεόστραβος?
3. Ολα αυτα τα κείμενα τα γράφετε ... με το χερι ή υπαρχει κάποιο κολπο που σκανάρωντας μια σελιδα βιβλιου το μετατρεπετε σε κείμενο, ξερω γω πχ word?
4. Πως γίνεται η παρουσίαση των κειμένων κατα την διάρκεια μιας εκπομπης?
Αν καποιος φίλος συγχωρησει την απαραδεκτη αγνοια μου και μου απαντησει, εκ των προτερων τον ευχαριστω
- bill1961
- συντονιστής<br>(03/2008 ως τώρα)
- Δημοσιεύσεις: 1024
- Εγγραφή: 10 Μάιος 2005 11:51 pm
- Τοποθεσία: Ηγουμενίτσα
Λίγοι τυχεροί τον παρακολουθήσαμε...
Πως έγραψε τα κείμενα δε γνωρίζω, πάντως και οι δύο τρόποι που ανέφερες μπορούν να χρησιμοποιηθούν.
Τα κείμενα εισάγονται στο πλαίσιο της αφιέρωσης που βγαίνει κάθε φορά που επιλέγεις ένα τραγούδι για να παίξει στο ράδιο...
Re: Τα τραγούδια του Μάρκου
Re: Τα τραγούδια του Μάρκου
Εμ... ειπα κι εγωfakk έγραψε:Σκανάρισμα και πρόγραμμα αναγνώρισης χαρακτήρων

Αχ εχω μεινει πισω τεχνολογικως!
- ntouzenis
- More than 150 posts user.
- Δημοσιεύσεις: 618
- Εγγραφή: 01 Νοέμ 2005 12:54 pm
- Τοποθεσία: Χανιά
Re: Τα τραγούδια του Μάρκου
Δεν ξερω πως εγινε η μεταβιβαση των κειμενων στην προχθεσινη εκπομπη που κι εγω δεν μπορεσα να ακουσω ...udialek έγραψε:Εμ... ειπα κι εγωfakk έγραψε:Σκανάρισμα και πρόγραμμα αναγνώρισης χαρακτήρωνΤόσα κειμενα με το χερι!
Αχ εχω μεινει πισω τεχνολογικως!
Αυτο που ξερω ειναι οτι υπαρχει προγραμμα που μετατρεπει μια σκαναρισμενη σελιδα σε κειμενο word οπως πιο πανω λεει ο fakk. Προσωπικα το βρηκα στο cd που συνοδευε το πριντερ HP που πηρα περσυ και με πληροφορησε για τη δυνατοτητα αυτη φιλος δικηγορος που το χρησιμοποιει καργα !!
Αν θυμαμαι καλα λεγεται PHOTO MANAGER και εχει ακομα απεριοριστες δυνατοτητες σε εκτυπωση, ταξινομηση edit κλπ αλλα δεν το χρησιμοποιω μονο σε εκτυπωσεις με φωτογραφικο χαρτι που ειναι καταπληκτικο !!
Κατα τάλλα ειμαι κολλημενος χρονια με το ACDSEE σε θεματα edit, resize, text κλπ
Την πιο πάνω δυνατοτητα τη χρησιμοποιησα μια φορα σε μια σελιδα απο το Λ.Τραγουδι, με τη δισκογραφια του Χατζηχρηστου, αλλα επειδη ειχε ενα σωρο γραμμες, στηλες, αριθμους κλπ ηθελε κανα 10-15 λεπτο δουλεια για να το φερεις σε σημειο να διαβαζεται. Δουλευει καλυτερα ασφαλως σε σκετα κειμενα απο βιβλια κλπ