ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ......

"Κονσούλτο"
Απάντηση
Μήνυμα
Συγγραφέας
mpletsas
More than 150 posts user.
Δημοσιεύσεις: 522
Εγγραφή: 06 Σεπ 2004 07:28 pm

#22 Δημοσίευση από mpletsas »

Παιδιά είναι ενδιαφέρουσα αυτή η κουβέντα με το λεξιλόγιο αλλά παρακαλώ γενικά να αναφέρετε όλοι πηγές (λεξικά κλπ) για να ξέρουμε τί μας γίνεται. Κι αν τυχόν δεν διαθέτετε κάποια πηγή, πάλι να το αναφέρετε.

Άβαταρ μέλους
Πέπης
Δημοσιεύσεις: 2
Εγγραφή: 22 Οκτ 2005 12:49 am
Τοποθεσία: Πλατεία

Re: ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ......

#23 Δημοσίευση από Πέπης »

Ετυμολογίες

Λέξεις που συναντάμαι στα ρεμπέτικα τραγούδια και η ερμηνεία τους

Α
-Αβάντα=ιταλ. avanti (= πριν, εμπρός), ή από το τουρκ. avanta (= κέρδος) όφελος
-Αλάνι=τουρκ. alan (= πέρασμα μέσα από το δάσος) ανοιχτός χώρος μέσα σε κατοικημένη περιοχή
-Αλανιάρης=Αυτός που ζει στα αλάνια, άνθρωπος του δρόμου, αλήτης | γλεντζές
-Αμαν=τουρκ. Aman=επιφών. Ύλεος! για όνομα του Θεού
-Αμολάω=ιταλ. (am)mollare= απολύω, αποδεσμεύω, αφήνω ελεύθερο
-Ανφάν-γκατέ=γαλλ. enfant gate=το εξαιτίας των υπερβολικών φροντίδων κακομαθημένο παιδί
-Αραμπάς=τουρκ. araba (= άμαξα) ετράτροχο ή δίτροχο μεταφορικό αμάξι που το σέρνουν βόδια ή άλογα, κάρο
-Αραμπατζής=τουρκ. Arabaci= οδηγός ή ο ιδιοκτήτης του αραμπά
-Αργαλειό=υφαντικός ιστός
-Ασίκης=τουρκ. Asιk= ερωμένος, αγαπητικός | ωραίος, λεβέντης, παλικαράς
-Άχτι=τουρκ. Ahd= υποχρέωση έντονη επιθυμία, πόθος για εκδίκηση

Β
-Βαλίτσα=ιταλ. valigia - γαλλ. Valise= ταξιδιωτικός σάκος
-Βάρκα=λατιν. Barca=λέμβος, μικρό σκάφος, που κινείται με κουπιά ή πανιά
-Βίβα=ιταλ. viva=ζήτω= ευχή αυτού που πίνει προς τους συμπότες τους
-Βλάμης=αλβαν. Vllam=θηλ.
-Βλάμισσα=αδερφοποιτός | σύντροφος | παλικαράς, κουτσαβάκης | εραστής
-Βερεσέ=τουρκ. Veresiye= αγορά ή πώληση με πίστωση αυτά τ' ακούω βερεσέ, δεν τα πολυλογαριάζω
-Βέρος=ιταλ. Vero= αληθινός, γνήσιος
-Γιαβάς=τουρκ. Yavas=αργά, σιγά σιγά
-Γιαβρούμ=τουρκ. Yavrum= μωρό μου (τρυφερή προσφώνηση)
-Γιαγκί νι=τουρκ. yangιn (= πυρκαγιά) (μτφ.) σφοδρό ερωτικό πάθος
-Γιαλελί=τουρκ. Yeleli= γιλέκο ανοιχτό στο στήθος που φορούσαν πάνω από το πουκάμισο οι βρακοφόροι νησιώτες του Αιγαίου

Γ
-Γιαραμπής=τουρκ. Yarabbi=ο Θεός
-Γιοματάρι=κρασί από βαρέλι που ανοίχτηκε πρόσφατα
-Γόβα=βενετ. Goba= είδος γυναικείου παπουτσιού
-Γουστάρω=ιταλ. gustare=πιθυμώ να γευθώ κάτι, ορέγομαι | ευχαριστιέμαι με κάτι, μου αρέσει | διασκεδάζω
-Γρόσι= παλιό τουρκικό νόμισμα | γρόσια (ή γρόσα), τα χρήματα

Δ
-Δερβίσης=τουρκ.=Dervis μωαμεθανός μοναχός | (μτφ.) άνθρωπος θαρραλέος, ενθουσιώδης
-Δόλιο=ταλαίπωρο, δυστυχή
-Δράχτι (Αδράχτι)=όργανο για το κλώσιμο υφαντικού υλικού

Ε
-Εψές= οψέ= ψες επίρρ. χθες βράδυ

Ζ
-Ζαμάνι=τουρκ. Zaman =μεγάλο χρονικό διάστημα
-Ζόρι=τουρκ. Zor= βία, καταναγκασμός | άσκηση πιέσεως
-Ζόρικος=δύσκολος | ανυπότακτος, ασυμβίβαστος
-Ζούλα=κλεψιά | φρ. στη ζούλα, κρυφά και αρπαχτά

Κ
-Καζάνι=τουρκ. Kazan= μεγάλη μετάλλινη χύτρα, λέβητας | ατμολέβητας βαποριού ή ατμομηχανής
-Καημός=λύπη ζωηρή, ανεκπλήρωτη επιθυμία
-Κάλτσα=ιταλ. Calza= πλεχτό ή υφαντό κάλυμμα που περιβάλλει το κάτω μέρος των ποδιών, περιπόδιο
-Καμωματού=η παιχνιδιάρα, η ναζιάρα
-κάπελας=ταβερνιάρης
-Καπηλειό=οινομαγειρείο, ταβέρνα
-Καπρίτσο, καπριτσόζος=ιταλ. Capriccio=διοτροπία, πείσμα, παραξενιά | είδος μουσικής σύνθεσης
-Καρσιλαμάς=τουρκ. Karsιlama=ίδος λαϊκού αντικριστού χορού
-Καστέλα=συνοικία του Πειραιά
-Κατράμι=ιταλ. Catrame= η πίσσα
-Καψούρης=θηλ. καψούρα ο σφοδρά ερωτευμένος
-Κέφι=τουρκ. keyιf (= ευθυμία) καλή διάθεση
-Κεχριμπάρι=τουρκ. kehrιbar , αραβ. kähruba = αυτό που έλκει άχυρα
-Κιτάπι=τουρκ. Kιtap=το βιβλίο
-Κόλπο=ιταλ. Colpo= τέχνασμα | απάτη
-Κομπάρσος=ιταλ. comparsa = το άφωνο πρόσωπο του δράματος βοηθητικό πρόσωπο
-Κομπίνα=γαλλ. Combine= απάτη
-Κομπινεζόν=γαλλ. Combinaison=γυναικείο εσώρουχο
-Κονομάω=οικονομώ (αργκό) κερδίζω
-Κοπέλα=ιταλ. Coppella= η κόρη, η νέα | (ειδ.) νεαρή υπηρέτρια
-Κορόιδο=κουρόγιδο=κουρεμένο γίδι=αντικείμενο χλευασμού, εμπαιγμού|εύκολο θύμα εξαπάτησης
-Κουβάς=τουρκ. Kova= γγείο ανοιχτό, συν. μετάλλινο, για άντληση ή μεταφορά νερού
-Κουβέρτα=βενετ. Coverta=κλινοσκέπασμα, συν. μάλλινο ή μπαμπακερό | (ναυτ.) το κατάστρωμα του πλοίου
-Κουζίνα=ιταλ. Cucina= ειδικό δωμάτιο του σπιτιού, ή ειδικός χώρος εστιατορίου, πλοίου κτλ., με κατάλληλες εγκαταστάσεις για την προετοιμασία και το μαγείρεμα του φαγητού | ηλεκτρική συσκευή για μαγείρεμα | ιδιαίτερος τρόπος μαγειρέματος, μαγειρική
-Κουμπάρος=βενετ. compare]= αυτός που αλλάζει τα στέφανα του γάμου, παράνυμφος
-Κουρμπέτι=τουρκ. Gurbet= η ξενιτιά, εξορία
-Κουτούκι=τουρκ. Kütük= κορμός δέντρου, κούτσουρο | μικρή, λαϊκή, συνήθως υπόγεια, ταβέρνα
-Κουτσουκέλα=βλάχ. λ.= κατεργαριά

Λ
-Λάγνος=φιλήδονος, ακόλαστος
-Λαγωνικό=κυνηγετικός σκύλος | (μτφ.) αστυνομικός επιδέξιος στην ανακάλυψη εγκληματιών
-Λατέρνα=ιταλ. Laterna=λαϊκό μουσικό όργανο φορητό
-Λαύρα=αρχ. λαύρα (=διάδρομος, στενωπός)
-Λεβέντης=τουρκ. Levend=αρρενωπός, γενναίος, παλικαράς | γενναιόδωρος
-Λημέρι=ολημερίζω = περνώ όλη τη μέρα , καταφύγιο κλεφτών, αρματολών (επί τουρκοκρατίας) ή ληστών
-Λιμουζίνα=γαλλ. Limousine= ιδιωτικό αυτοκίνητο πολυτελείας
-Λουλάς=τουρκ. Lula=η εστία του ναργιλέ ή της σύριγγας για το κάπνισμα του όπιου και του χασίς
-Λούσο=ιταλ. Lusso= πολυτέλεια | (ειδ.) πολυτελής περιβολή ή πολυτελές περιβάλλον

Μ
-Μάγκας=λατιν. mango (= σωματέμπορος) άτακτος στρατιώτης κατά την επανάσταση του 1821 | αλήτης, χαμίνι | άνθρωπος κατεργάρης, καταφερτζής | ψευτοπαλικαράς, νταής | έξυπνος και με συμπεριφορά που ταιριάζει σε άντρα
-Μαγκιόρα=ιταλ. Maggiore= πρόσωπο που μπορεί και επιτυγχάνει και στις πιο δύσκολες υποθέσεις, επιδέξια, καπάτσα
-Μαντάρα=άνω κάτω, θρύψαλλα
-Μαντίλι=λατιν. Mantelium=μικρό τετράγωνο ύφασμα για καθάρισμα των ματιών, της μύτης
-Μάπα=λατιν. Mappa= το λάχανο | (μτφ. υβριστ.) πρόσωπο, φάτσα
-Μαράζι=τουρκ. Maraz= μεγάλη στενοχώρια, θλίψη, μελαγχολία
-Μασούρι=τουρκ. Masura= μικρό καλάμι ή ξύλο όπου τυλίγεται το νήμα για την ύφανση=
στήλη από κέρματα ή δέσμη χαρτονομισμάτων: φρ. γερό μασούρι, αρκετά λεφτά
-Μαστούρης=τουρκ. Mastur=ευρισκόμενος υπό την επήρεια ναρκωτικού, ιδ. Χασίς
-Μαστραπάς=τουρκ. Masrapa=πήλινο, γυάλινο ή μεταλλικό δοχείο για υγρά
-Ματσαράγκα=ιταλ. Mazzeranga=απάτη, δόλος
-Μάτσο=ιταλ. Mazzo=δέσμη από ομοειδή πράγματα ένα μάτσο χαρτονομίσματα - τριαντάφυλλα | (μτφ.) πλήθος: μου αράδιασε ένα μάτσο ψευτιές
-Μαχμούρης ,Μαχμουρλής=τουρκ. Mahmur=αγουροξυπνημένος, υπναλέος | δύσθυμος, κακόκεφος μετά από βαρύ ύπνο ή απότομο ξύπνημα | (μτφ.) οκνός, νωθρός
-Μεράκι=τουρκ. Merak=πόθος | λύπη για επιθυμία που δεν ικανοποιήθηκε, καημός
-Μερακλής=τουρκ. Meraklι=ο κατεχόμενος από μεράκι για κάτι | άνθρωπος με γούστο | αυτός που ασκεί το επάγγελμά του με επιμέλεια και ευαισθησία
-Μεντεσές=τουρκ. Mentese= στροφέας πόρτας ή παραθύρου
-Μισέυω=λατιν. Missum= αποδημώ, ξενιτεύομαι
-Μόρτης=ιταλ. beccamorti (= τυμβωρύχος) αλήτης, μάγκας, αλάνης
-Μουσαφίρης=τουρκ. Misafir= ο επισκέπτης
-Μπαγάσας=ιταλ. bagascia (=πόρνη)= αχρείος, διεφθαρμένος, ανήθικος, αναξιόπιστος | (με ηπιότερη σημ.) κατεργαράκος, επιτήδειος
-Μπαγλαμας=τουρκ. Baglama=ίδος έγχορδου λαϊκού μουσικού οργάνου | (μτφ.) τιποτένιος, ανόητος άνθρωπος
-Μπαμπέσης=αλβ. Pabesë=άνθρωπος δόλιος, αναξιόπιστος
-Μπαμπεσιά=η δολιότητα
-Μπατίρης=τουρκ. Batιrmak=χρεοκοπημένος, αδέκαρος μπατίρω μπατίρισσα
-Μπάτσος=από τον ήχο μπατς, που κάνει το ράπισμα χαστούκι |αστυνομικός
-Μπαφιάζω=[από τον ήχο μπαφ, της εκπνοής] φουσκώνω, κουράζομαι | αποναρκώνομαι από συνεχή χρήση τσιγάρου
-Μπεγλέρι=είδος σταφυλιού με μακρουλές, λευκές ρόγες | κομπολόι
-Μπελάς=τουρκ. Belâ=ενόχληση, φασαρία, σκοτούρα | φρ. βρήκα τον μπελά μου, μπλέχτηκα σε δυσάρεστη υπόθεση
-Μπελαλής=τουρκ. Belâli=άνθρωπος ενοχλητικός
-Μπιζού=γαλλ. Bijou=κόσμημα
-Μπόγος=δέμα ρούχων | μτφ. άνθρωπος κοντός και χοντρός
-Μποέμ, μποέμικα=γαλλ. bohéme (= τσιγγάνος από τη Βοημία)= ο αδιάφορος ή αδύναμος να φροντίσει για το αύριο
-Μπόρα=βενετ. bora < λατιν. boreas < ελλ. Βορέας= ξαφνική και ραγδαία βροχή μικρής διάρκειας | θύελλα, καταιγίδα | (μτφ.) παροδικό κακό
-Μπόσικος=τουρκ. Bo= χαλαρός, επισφαλής | (μτφ. για πρόσ.) επιπόλαιος, ελαφρόμυαλος
-Μπουκάρω=ιταλ. Boccare=εισπλέω ορμητικά από την μπούκα, το στόμιο λιμανιού | εισρέω ορμητικά από στενή δίοδο | (μτφ.) εισορμώ παραβιάζω κλειστό χώρο για να κλέψω, κάνω διάρρηξη
-Μπούνια=βενετ. Bugna= τόμια εκροής των νερών στα πλάγια του καταστρώματος ως τα μπούνια, ως το τελευταίο όριο
-Μπράτσο=βενετ. brazzo < λατιν. bracchium < ελλ. βραχίων

Ν
-Νάζι=τουρκ. Naz=προσποίηση, κάμωμα
-Ναργιλές=τουρκ. Nargele=είδος καπνοσύριγγας που χρησιμοποιείται στις ισλαμικές χώρες
-Νταής=τουρκ. Dayι= ψευτοπαλικαράς
-Νταλγκάς=τουρκ. dalga (=κύμα, τρικλοποδιά)= δυνατή επιθυμία, πόθος, μεράκι
-Νταμιτζάνα=βενετ. Damegiana=μεγάλο γυάλινο δοχείο προστατευμένο με καλαθόπλεγμα
-Ντερμπεντέρης=τουρκ. derbeder=αλήτης= τουρκ. derbeder (=αλήτης
-Ντέρτι=τουρκ. Dert =ψυχικός πόνος, βάσανο, καημός
-Ντόρτια=τουρκ. Dört= τέσσερα= στα παιχνίδια με ζάρια) οι τεσσάρες | (μτφ.) αποτυχία, ζημιά
-Ντουζένι=τουρκ. düzen (= τάξη• μουσ. αρμονία)] είμαι στα ντουζένια μου, έχω κέφια - είναι στο ντουζένι, για μουσ. όργανο που είναι σωστά χορδισμένο
-Ντουμάνι=τουρκ. duman=πυκνός καπνός
-Ντουμπλές=γαλλ. double = διπλός
-Ντουνιάς=τουρκ. Dünya ο κόσμος,η ανθρωπότητα

Ξ

Ο
-Οντάς=τουρκ. Oda=δωμάτιο

Π
-Παπούτσι=τουρκ. Papuc= προστατευτικό περικάλυμμα των ποδιών= υπόδημα
-Παράς=τουρκ. Para= το ένα τεσσαρακοστό του τουρκικού γροσιού και το αντίστοιχο κέρμα παράδακι=το χρήμα παραλής=πλούσιος, που έχει πολλά χρήματα
-Παρασάγγης=περσ. farsang]= περσικό μέτρο μήκους, ίσο με πέντε χιλιόμετρα περίπου | φρ. απέχει παρασάγγας, βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση ή διαφέρει πολύ
-Παρέα=ισπαν. Pareja= συντροφιά, συναναστροφή | ομάδα φίλων
-Πάρτη=από το ιταλ. Parte= μέρος, μερίδιο Ι για πάρτη σου= για τον εαυτό σου
-Πασούμι=τουρκ. Pasmak= είδος γυναικείου παπουτσιού παλιότερης εποχής | γυναικεία παντόφλα με τακούνι
-Πιάτσα=ιταλ. piazza = αρχ. ελ. επίθ. πλατεία=αγορά, παζάρι
-Πίπιζα-Πίζα=αλβαν. Pipëza= ξύλινο πνευστό μουσικό όργανο με οξύ ήχο | το ωδικό πτηνό σπίζα
-Πλισές=γαλλ. Plissé= πυκνή και κανονική πτύχωση υφάσματος
-Πόκα=αγγλ. Poker= είδος χαρτοπαίγνιου, ανοιχτό πόκερ
-Πουγκί=λατιν. *punga= μικρü σακουλάκι για χρήματα, βαλάντιο | (συνεκδ.) χρηματικό απόθεμα
-Πρέφα=γαλλ. Preference = προτίμηση Ι παίρνω πρέφα, αντιλαμβάνομαι κάτι

Ρ
-Ράσο=λατιν. Rasum= φαρδύ και μακρύ ως τα πόδια μαύρο ένδυμα των κληρικών και μοναχών
-Ρεμάλι=τουρκ. Remmal=άνθρωπος ανάξιος, τιποτένιος
-Ρεστάρω=ιταλ. Restare=παύω, σταματώ | (μτφ.) μένω άφραγκος, χωρίς χρήματα | οδηγώ στη χρεοκοπία
-Ρεμπέτης=σλαβ. rebenok (=παιδί, παλικάρι)= αλήτης, μάγκας | νωθρός, αχαΐρευτος | ο συνθέτης και ο ερμηνευτής ρεμπέτικων τραγουδιών

Σ
-Σαϊνι=τουρκ. Sahin= είδος γερακιού εξαιρετικά ευκίνητου | (μτφ.) άνθρωπος εύστροφος, ικανός να επωφελείται από τις περιστάσεις
-Σαμποτάρω=γαλλ. Saboter= καταστροφή υλικού ή εγκαταστάσεων του εχθρού με κρυφές ενέργειες
-Σατράπης=θηλ. σατράπισσα διοικητής επαρχίας του αρχ. περσικού κράτους | (μτφ.) άνθρωπος δεσποτικός, αυταρχικός
-Σεβντάς=τουρκ. Sevda=ερωτικός καημός
-Σεκλέτι=τουρκ. sιklet (= βάρος) στενοχώρια, θλίψη, μαρασμός, ιδ. από έρωτα
-Σερβίρω=γαλλ. Servir=παραθέτω φαγητά ή ποτά | υπηρετώ πρόσωπα που γευματίζουν ή πίνουν
-Σεργιανι=τουρκ. seyran (=εκδρομή) περίπατος
-Σερέτης=τουρκ. Irret=δύστροπος, ζόρικος
-Σιγαλιά=ησυχία, ηρεμία, έλλειψη θορύβου
-Σκέρτσο=ιταλ. Scherzo=νάζι | χαριτωμένη κίνηση
-Σκοτούρα=ζάλη, σκοτοδίνη | (μτφ.) συνεχής ενόχληση, μπελάς, δυσάρεστη και επίμονη φροντίδα
-Σκούπα=λατιν. Scopa= ργανο με το οποίο καθαρίζομε ένα χώρο από σκόνες, απορρίμματα κτλ., σάρωθρο
-Σοκακι=τουρκ. Sokak=δρομάκι συνοικίας
-Σουλτάνος=τουρκ. Sultan= ηγεμüνας σε μουσουλμανικό κράτος | τίτλος των ηγεμόνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας | (μτφ.) πρόσωπο που ζει σε μεγάλη ευμάρεια, που περνά ζωή βασιλική
-Σουλτάνα=η σύζυγος του σουλτάνου
-Σούρα=τύχωση, πιέτα υφάσματος | υπερβολικό μεθύσι
-Σουτιέν=γαλλ. Soutien= ο στηθόδεσμος
-Σοφέρ=γαλλ. Chauffeur= οδηγüς αυτοκινήτου
-Σπαρματσέτο=ιταλ. spermaceti < λατιν. sperma ceti (=σπέρμα κήτους) είδος κεριού από λίπος
-Στραπατσάρω=ιταλ. Strapazzare=προκαλώ στραπάτσο, ζημιές, βλάβη | (μτφ.) εξευτελίζω

Τ
-Τάλιρο=ιταλ. tallero < γερμ. Thaler= το πεντάδραχμο | πληθ. τα τάλιρα, τα χρήματα
-Ταρίφα=ιταλ. Tariffa= καθορισμός τιμής, διατίμηση
-Τεκές=τουρκ. Tekke=ισλαμικό μοναστήρι Ι καταγώγιο όπου συχνάζουν χασισοπότες
-Τζιβαέρι=τουρκ. Cevahir=πολύτιμος λίθος, θησαυρός
-Τζούρα=τουρκ. Cura= η τελευταία ρουφηξιά απ' το τσιγάρο, πριν το σβήσουμε | ρουφηξιά τσιγάρου | μικρή ποσότητα υγρού, γουλιά
-Τίγκα=ιταλ. diga (= επίχωμα)= ίσαμε πάνω, γεμάτα τελείως, φίσκα
-Τιρόλο=περιοχή μεταξύ Αυστρίας και Ιταλίας
-Τιτίζης=τουρκ. titiz=ιδιότροπος,εκνευριστικός
-Τουμπεκί=τουρκ. Tömbeki= ψιλοκομμένος καπνός κατάλληλος για ναργιλέ
έκανε τουμπεκί, έπαψε να μιλά, «το βούλωσε»
-Τρένο=γαλλ. Train= σιδηρόδρομος, αμαξοστοιχία
-Τρούμπα=συνοικία του Πειραιά
-Τσαντίρι=τουρκ. Cadιr= σκηνή, τέντα
-Τσαρδί=πρόχειρη καλύβα από κλαδιά, γεν. πρόχειρος χώρος κατοικίας
-Τσάρκα=τουρκ. Carka= επιδρομή, ιδ. για αρπαγή ζώων | περίπατος
-Τσαχπίνης=τουρκ. Capkιn=θηλ. τσαχπίνα πονηρός, κατεργάρης | ναζιάρης, σκερτσόζος
-Τσελέπης=τουρκ. Celebi=ευπρεπής στο ντύσιμο, άρχοντας
-Τσεμπέρι=τουρκ. Cember=κεφαλόδεσμος που χρησιμοποιούν οι γυναίκες της υπαίθρου
-Τσίλια=ιταλ. ciglio (= φρύδι) η θέση του φρουρού σε ύποπτες επιχειρήσεις του υποκόσμου
-Τσίλικος=τουρκ. Cil= νεόκοπος, στιλπνός
-Τσιμπούκι=τουρκ. Cubuk=είδος πίπας
-Τσιφτετέλι=τουρκ. Ciftetelli= είδος ανατολίτικου χορού | η μουσική για το χορό αυτό

Υ

Φ
-Φαράσι=τουρκ. Faras=μικρό φτυάρι για τα σκουπίδια
-Φθισικός=που πάσχει από φθίση, φυματικός μεταδοτική λοιμώδης νόσος που προσβάλλει τον άνθρωπο και ορισμένα ζώα
-Φιγουρα=ιταλ. Figura=μορφή, σχήμα Ι ντύπωση από το παρουσιαστικό, από την εμφάνιση
-Φίνος=ιταλ. Fino=λεπτός, εξαίρετος στη συμπεριφορά
-Φιρίφιρί=τουρκ. fιrιl fιrιl= κυκλικά Ι επίμονα, σκόπιμα
-Φουκαράς=τουρκ. Fukara= φτωχός, δυστυχισμένος, ταλαίπωρος, κακομοίρης φουκαριάρης φουκαριάρα
-Φουλάρι=γαλλ. Foulard= είδος μεταξωτού υφάσματος | μαντίλι από μεταξωτό ή άλλο ύφασμα
-Φουμέρνω=ιταλ. Fumare=καπνίζω τσιγάρο, ναργιλέ
-Φούντα=λατιν. funda]= δέσμη ο ανθοφόρος θύσανος ορισμένων φυτών: η φούντα του χασίς
-Φουφού=φορητό μαγκάλι

Χ
-Χαβάς=τουρκ. Hava=σκοπός, μελωδία επιμένει στα ίδια, δεν εννοεί ν' αλλάξει γνώμη ή συμπεριφορά
-Χαλάλι=τουρκ. helâl = νόμιμος,, ας είναι, δεν πειράζει
-Χαμπάρι=τουρκ. Haber= είδηση τι χαμπάρια;= τι νέα
-Χανουμάκι=τουρκ. Hanιm=νεαρή χανούμισσα=μουσουλμάνα κυρία
-Χαράμι, χαραμίζω=τουρκ. Haram=άδικα, ανώφελα οδεύω ή χρησιμοποιώ άδικα, ανώφελα
-Χαρέμι=τουρκ. Harem= απαγορευμένο ο γυναικωνίτης των μωαμεθανών
το σύνολο των γυναικών μωαμεθανού
-Χαρμάνης=χασισοπότης που έχει στερηθεί το χασίσι, κ. γεν. ναρκομανής που έχει στερηθεί το ναρκωτικό | μανιώδης καπνιστής
-Χαρμάνι=τουρκ. Harman=μείγμα καπνών διαφόρων ειδών και ποιοτήτων
-Χασάπης=τουρκ. Kasap= κρεοπώλης | (μτφ.) σφαγέας | (μτφ.) αδέξιος χειρουργός
-χάσικος=τουρκ. Has = καθαρός, διαλεχτός: χάσικο ψωμί (το λευκό)
-Χασίς=τουρκ. Hasis=το φυτό ινδική κάνναβις του οποίου τα φύλλα και οι ανθισμένες κορυφές, αφού αποξηρανθούν, χρησιμοποιούνται ως ναρκωτικό, υπό μορφή τσιγάρου που το καπνίζει κάποιος
-Χατίρι=τουρκ. Hatιr=χάρη, εξυπηρέτηση

Άβαταρ μέλους
Πέπης
Δημοσιεύσεις: 2
Εγγραφή: 22 Οκτ 2005 12:49 am
Τοποθεσία: Πλατεία

Re: ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ......

#24 Δημοσίευση από Πέπης »

Ψαχνω ενα γνωστο τραγουδι το ( Τα Παιδια της γειτονιας σου),
αλλα την εκτελεση οπου αντι για Όλο ούζο ούζο ούζο το βαρέθηκα,
να λεει πρεζα πρεζα πρεζα.
μου ειπαν υπαρχει αυτη η εκτελεση.
αν την εχει καποιος ας την ανεβασει

Άβαταρ μέλους
BLEKOS
More than 150 posts user.
Δημοσιεύσεις: 266
Εγγραφή: 25 Ιαν 2005 10:40 am
Τοποθεσία: ΚΕΡΚΥΡΑ
Επικοινωνία:

#25 Δημοσίευση από BLEKOS »

δεν νομιζω να μην υπαρχει αυτο το κομματι εδω μεσα...παλιοτερα μαλλον το ειχα κατεβασει.....
δυστυχως ειμαι στρατιωτης και δεν εχω τιποτα απο τα ρεμπετικα μου μαζι(σχεδον τιποτα).το κακο ειναι οτι δεν θυμαμαι και τον τιτλο.....

μπραβο σε αυτον που ανεβασε το λεξιλογιο εδω μεσα....πολλες απο τις λεξεις τις ακουμε σε ρεμπετικα.

εχω και γω μια απορια...στο τραγουδι "το φλυτζανι του γιαννη"(ριτα αμπατζη τραγουδαει ή ροζα εσκεναζυ) ακουμε τη λεξη "ζαραρια"...τι να σημαινει αραγε;.....μπελαδες ισως;
η να ναι απλα μια παραφραση της λεξης ζαρια,ωστε να κολλαει ομοιοκαταληκτα στον στιχο;

Άβαταρ μέλους
Χασκίλ
Συντονιστής
Δημοσιεύσεις: 562
Εγγραφή: 27 Δεκ 2006 11:53 pm
Τοποθεσία: Βιέννη

#26 Δημοσίευση από Χασκίλ »

Ναι, τα ζαράρια είναι οι μπελάδες, οι φασαρίες. Το θυμάμαι και από την εκπομπή του Πάνου Σαββόπουλου για τον Χρυσαφάκη.

Μετά τιμής, Χασκίλ Στέλλα:)
άσ' ένα γύρο απόψε στην αγκαλιά σου

AGIS
More than 150 posts user.
Δημοσιεύσεις: 392
Εγγραφή: 05 Φεβ 2005 06:16 pm
Επικοινωνία:

#27 Δημοσίευση από AGIS »

Βλέπω παραπάνω στο λεξιλόγιο του Πέπη:

<<-Ντέρτι=τουρκ. Dert =ψυχικός πόνος, βάσανο, καημός >>.

Φυσικά δεν το αμφισβητώ. Ούτε ήξερα έως τώρα αυτή την τούρκικη ρίζα της λέξης.
Παρ' όλα αυτά θέλω να μοιραστώ μια προσωπική ερμηνεία που έχω υιοθετήσει για το "ντέρτι", η οποία άλλωστε έχει και μια νοηματική συνάφεια με τα παραπάνω.

Η προσωπική μου ερμηνεία στηρίζεται στη συνήχηση του "ντέρτι" με το αγγλικό dirty, που ως γνωστό θα πει λερωμένος, βρώμικος. Έτσι μια καρδιά που έχει ντέρτια "λερώνεται" από αυτά, χάνει την παρθενικότητά της, την αγνότητά της (φυσικά σε καμιά περίπτωση με την έννοια του "βρώμικου ανθρώπου", ο οποίος άλλωστε μπορεί να μην έχει και ντέρτια: μπορεί μέσα του να είναι τελείως κενός (λέμε τώρα, όχι τοις μετρητοίς αλλά...).

Ξαναλέω ότι πρόκειται για ερμηνεία χωρίς φιλοδοξίες φιλολογικής εγκυρότητας, αλλά ερμηνεία προσωπική, με κάποια ποιητική διάσταση, της οποίας φορμή έχει σταθεί και ο στίχος του Καββαδία από τους "7 νάνους ...":
Μα είναι κάτι πιο βαθύ που με λερώνει / γιε μου πού πας; / μάνα, θα πάω στα καράβια.

Να προσθέσω και επί της λέξης (ντέρτι =) "καημός" την προσωπική ερμηνεία που θέλει τον καημό να προέρχεται από το κάψιμο: καημένη καρδιά είναι η καμμένη καρδιά βάσει αυτής της προσωπικής ερμηνείας.

Αυτά.

mpletsas
More than 150 posts user.
Δημοσιεύσεις: 522
Εγγραφή: 06 Σεπ 2004 07:28 pm

#28 Δημοσίευση από mpletsas »

Είναι ωραία αίσθηση να λείπεις λίγες ώρες και επιστρέφοντας να βλέπεις καινούργια λήμματα να έχουν φτιαχτεί από το πουθενά - μπράβο στα παιδιά. Μια υπόμνηση μόνο: τις πηγές στο συγκεκριμένο λήμμα είναι απαραίτητο να τις περάσουμε ως παραπομπές δίπλα σε κάθε λέξη χωριστά. Αν μπορεί, ας αναλάβει κάποιος την παληκαριά, θα προσπαθήσω κι εγώ αργότερα να βοηθήσω (που τώρα δεν μπορώ).

Αργότερα, μπορούμε να προσθέσουμε και τα τραγούδια στα οποία αναφέρεται η κάθε λέξη. Τέλος, αν σε κάποια φάση μεγαλώσει πολύ το γλωσσάριο, μπορούμε να το σπάσουμε σε περισσότερα λήμματα - αλφαβητικά.

Απάντηση

Επιστροφή στο “Κουβεντούλα”