Ρεμπέτικες Ιστορίες
Μια και αναφέρθηκες στις αναμνήσεις του Στελλάκη για τον Βαγγέλη Παπάζογλου να υπενθυμίσω και το βιβλίο με τις διηγήσεις τις γυναίκας του Βαγγέλη,Αγγέλας Παπάζογλου,που εκδόθηκε το 2003 από το ΤΑΜΙΕΙΟ ΘΡΑΚΗΣ,με τίτλο "ονείρατα της άκαυτης και της καμμένης Σμύρνης" και υπέρτιτλο "Τα χαίρια μας εδώ" (σελ.662 -Εκδοτική παραγωγή ΕΠΤΑΛΟΦΟΣ ΑΒΕΕ τηλ.2109214820).Το εν λόγω βιβλίο γράφτηκε μετά τον θάνατο της από τον Γιώργη Παπάζογλου το 1984 και είναι αποκλειστικά από σημειώσεις που κρατούσε (750 σελίδες) πολλά χρόνια με τις διηγήσεις της Αγγέλας ,επί "παντός του επιστητού" για τη ζωή τους,τα βάσανα,τα τραγούδια,τους άλλους του συναφιού (εκεί να δεις τι λέει και για τον Στελλάκη).
Όπως έλεγε η κυραγγέλα:
" O κάθε ρεμπεσκές στο γιατάκι του,κι ο κάθε κατεργάρης στον πάγκο του..".
Το βιβλίο είχε και θεατρική απόδοση,όχι ιδιαίτερα πιστή,από την Βαγενά.
Είναι πάντως εξόχως αποκαλυπτικό για όλη την περίοδο.Μια γροθιά στο στομάχι,από ένα άνθρωπο βασανισμένο αλλά όρθιο,δίπλα στον σπουδαίο άνθρωπο Βαγγέλη Παπάζογλου.
Αυτά και "οψόμεθα" με νεώτερα.
Και πάλι ΜΠΡΑΒΟ φίλε μου Αdonis!!!
- Pikinos
- More than 150 posts user.
- Δημοσιεύσεις: 329
- Εγγραφή: 29 Μάιος 2006 10:20 am
- Τοποθεσία: Γερμανία
- Επικοινωνία:
σπαω το κεφαλι μου να θυμηθω που το εχω διαβασει (ματαια δυστυχως), αλλα καπου, ο Στελλακης περιγραφει την επισκεψη του Μαρκου στον Τσαους, οπου ο Μαρκος περιεργαζονταν τα οργανα του τελευταιου (τα οποια ως γνωστον, μονο ο ιδιος μπορουσε να χειριστει, ασε που ο ιδιος ο Μαρκος παραδεχτηκε οτι δεν μπορει να παιξει τιποτα με δαυτα).
Εκει λοιπον, ο Στελλακης υπαινισσεται οτι, ο Μαρκος "δεν ηξερε να παιζει μπουζουκι" (!!), λεγοντας συγκεκριμενα "ο Μαρκος ουτε με τα δικα του τα οργανα μπορουσε καλα-καλα να παιξει!".
Προς αποφυγην παραξηγησεων και παλι, δεν μπορω να θυμηθω που το διαβασα, ομως μου εκανε τρομερη εντυπωση για αυτο και μου 'μεινε.
Γνωστη επισης και η απεχθεια του Στελλακη προς το Καβουρα, μια και ο πρωτος "πικραθηκε" επειδη ο Σκαρβελης τον αφησε στην αποξω και εδωσε τα περισσοτερα τραγουδια του στον δευτερο.
Και κατι ακομα:
στις 500 και, ετικεττες που εχω, καπου πηρε το ματι μου δισκο με τον τιτλο "Ενας μαγκας στο Βοτανικο" σε στιχους...Στελλακη (θα το ψαξω και θα σας πω λεπτομερειες)! Αυτο για τα περι λεηλασιας, εκτος και αν υπαρχει αλλο τραγουδι με τον ιδιο τιτλο και δεν το γνωριζω.
Ευπροσδεκτα τα σχολια μαγκιτες μου!
Και παλι να ευχαριστησουμε τον Αντωνη για τους κοπους του!
Χαιρετισματα απο Γερμανια σε κλιμα ελληνικο (32 βαθμοι!)
Αυτά που λέει ο Στελλάκης περιέχονται στο βιβλίο "Ρεμπέτικη Ιστορία 1-Περπινιάδης,Γενίτσαρης,Μάθεσης,Λελάκης (ο στιχουργός)" του Κ.Χατζηδουλή,από τις εκδόσεις Νεφέλη (χωρίς χρόνο έκδοσης-μάλλον 1978).
Λοιπόν στην σελίδα 15 διηγείται ο Στελλάκης:
".....O Γιοβάν Τσαούς ήξερε όλους τους δρόμους.Τους δρόμους όλους τους ξέρουν μόνο αυτοί που παίζουν κανονάκι,γι αυτό και ο Τσαούς είχε στο μπουζούκι του ταστιέρα από κανονάκι.Όποιος έπιασε αυτό το μπουζούκι για να παίξει ,το παράτησε αμέσως.Κανείς δεν μπορούσε να παίξει.Μια φορά το πήρε στα χέρια του ο Μάρκος ο Βαμβακάρης,αλλά γρήγορα το παράτησε.Άλλά τι να παίξει ο Μάρκος από το μπουζούκι του Γιοβάν Τσαούς;Αυτός δεν μπορούσε να παίξει το δικό του και θα έπαιζε εκείνο,που ήταν αλλόκοτο;......"
Έτσι ακριβώς τα λέει φίλοι μου ο παμπόνηρος και ζηλιάρης (κατά την Αγγέλα Παπάζογλου) Στελλάκης για τον ΜΑΡΚΟ.
Συνιστώ ανεπιφύλακτα το βιβλίο της Αγγέλας για πολλούς λόγους (βλπ.παραπάνω απάντηση μου της 15.7.2007).
Αυτά και "οψόμεθα" για νεώτερα.
Σκέφτομαι να επανέλθω με την συγκλονιστική εμπειρία του Γενίτσαρη ως εξόριστου (λόγω συμπλοκής με αστυνομικούς) στο νησί Ιος την Μεταξική περίοδο (1938) όπου συνάντησε τον Ανέστο,εξόριστο και αυτόν λόγω της εξάρτησης του από την ηρωίνη.Ιστορία που,να φανταστείτε,δεν άντεχε ούτε να την διηγείται ο Γενίτσαρης.
Φιλικά.
Ο Λελάκης σημειώνει:
«Ο Γ. Τσαούς δεν έγραφε στίχους ο ίδιος καθόλου, παρά μόνον διόρθωνε ό,τι δεν του άρεσε ή ό,τι δεν πήγαινε στη μελωδία. Ο ίδιος δεν έγραψε τους στίχους ούτε ενός τραγουδιού του. Η γυναίκα του έγραφε τους στίχους, κι αυτό το γνωρίζω πολύ καλά, διότι κανείς δεν το έζησε όσο εγώ. Η γυναίκα του δεν ήθελε, από προσωπικούς λόγους, να μαθευτεί ότι έγραφε στίχους-ίσως γιατί ήταν χασικλίδικοι. Μόνο ο Στελλάκης Περπινιάδης του έγραψε τους στίχους 2 ή 3 τραγουδιών, με όρο να τα τραγουδήσει ο ίδιος- όπως και έγινε. Και αυτός ήταν ο λόγος που ο Γιοβάν Τσαούς άλλαξε ξαφνικά τραγουδιστή, γιατί μέχρι τότε είχε τον Αντώνη Καλυβόπουλο, ο οποίος ήταν στενός φίλος μου. Πήρε τραγουδιστή το Στελλάκη, ο οποίος ήταν αναμφισβήτητα πολύ καλύτερος από τον Αντώνη, και με δεκάδες επιτυχίες από προηγούμενους δίσκους. Ο Στελλάκης είναι, αναμφισβήτητα, ο μεγαλύτερος λαϊκός τραγουδιστής, εκτός από το Στράτο, ο οποίος είναι η κατ’ εξοχήν ρεμπέτικη φωνή. Ο Στελλάκης όμως, είναι απ’ όλα.
Ο Καλυβόπουλος έκανε φρικτά παράπονα στο Γ. Τσαούς γι’ αυτό το πράγμα και καταφερόταν εναντίον του Στελλάκη, τον οποίον κατηγορούσε για αντισυναδελφικές ενέργειες. Γνωρίζω πολύ καλά αυτή τη λεπτομέρεια, διότι ήμουνα μάρτυς σε τέτοια σκηνή. Φυσικά ο Γ. Τσαούς δεν άλλαξε γνώμη(εγώ το περίμενα αυτό), και συνέχισε τη συνεργασία του με τον Περπινιάδη. Αργότερα ο Αντώνης, που ήταν σπάνιος άνθρωπος σε χαρακτήρα και πολύ περήφανος, είπε πώς ο Στελλάκης έπαθε τα ίδια από έναν άλλο τραγουδιστή, και από έναν άλλο συνθέτη, αλλά δε θυμάμαι ποιον εννοούσε.»
"Το 1937 άρχισα συνεργασία με τον συνθέτη Απόστολο Χατζηχρήστο, ο οποίος ήταν και ο πρώτος που συνεργάσθηκα…Το πρώτο τραγούδι που του έδωσα, μετά την πρόταση που μου έκανε, ήταν «Η Φτώχεια», και άλλωστε, μόνο αυτό είχα γραμμένο…Έπειτα το «Για σένα», το «Αλήτη με είπες μια βραδιά», το «Παλιόπαιδο» το «Κατινούλα», και την «Τραγιάσκα»…Αμέσως ο Χατζηχρήστος ενθουσιασμένος από τους στίχους της «Τραγιάσκας»-διότι στην εταιρεία του έλεγαν ότι πρόκειται για υπέροχους στίχους-πήρε και τη «Φτώχεια» μου, την οποία γραμμοφώνησε τελευταία. Όλα αυτά έγιναν στην Κρεμμυδαρού το 1938. Εγώ τα άκουσα, όταν βγήκαν. Φυσικά το όνομά μου δεν υπήρχε στις ετικέτες των δίσκων. Τα δικαιώματά μου όμως είναι κατοχυρωμένα στην εταιρεία πνευματικής ιδιοκτησίας. Και από εκεί φαίνεται η μικρή προσφορά μου στο λαϊκό τραγούδι, η οποία όμως, δε μου έδωσε, ούτε τα οδοιπορικά έξοδα. Ελάχιστα χρήματα πήρα την προπολεμική εποχή, από τα τραγούδια μου. Σχεδόν τίποτα. Η νοοτροπία τους, να μην μπαίνει στο δίσκο το όνομα του στιχουργού, είναι παλιά και κατά την ταπεινή μου γνώμη, περίεργη. Γιατί; Η προσφορά του στιχουργού στο τραγούδι δεν πρέπει να αναγνωρίζεται; Και αφού ο στιχουργός δεν προσφέρει και πολλά πράγματα στη δημιουργία του τραγουδιού, ώστε να του αναγνωρίζεται το δικαίωμα να μπαίνει το όνομά του στο δίσκο, γιατί ο συνθέτης ζητά την βοήθεια του στιχουργού; Έστω και αν του διορθώσει ένα τετράστιχο, μια φράση-κι αυτό λέγεται βοήθεια-αν όχι συνεργασία. Ας μην σχολιάσω το γεγονός ότι ούτε ένας στιχουργός, ακόμα και μετά τον πόλεμο, δεν έλαβε ούτε τα μισά από το τραγούδι, δηλαδή το 50%, όπως είναι το σωστό και δίκαιο. Όλοι έπαιρναν 20% ή το πολύ 25% από όλο το δίσκο. Αυτά βέβαια μπορούν να αποδειχθούν από την ΑΕΠΙ, στην οποία είναι κατοχυρωμένα όλα τα τραγούδια των στιχουργών, χωρίς βέβαια να έχει ευθύνη η ΑΕΠΙ, η οποία δεν έχει το δικαίωμα να επέμβει σε μια ιδιαιτέρα συμφωνία μεταξύ συνθέτου και στιχουργού.
Μετά τα τραγούδια αυτά που έδωσα στον Χατζηχρήστο, χαθήκαμε και δεν συνεργασθήκαμε πλέον. Ήλθε ο πόλεμος, μετά η Κατοχή, δύσκολοι καιροί, και που μυαλό και όρεξη για τραγούδια και δίσκους…Τότε χαθήκαμε για καλά με το Χατζηχρήστο. Δεν το ξανάδα. Αργότερα, αφού πέρασε η Κατοχή, πήγα στην Αθήνα, στο μπαράκι του Μάριου, στην Ίωνος, που σύχναζαν όλοι αυτοί και γνωρίστηκα με τους περισσότερους λαϊκούς. Εκεί είδα τον Χατζηχρήστο και επειδή δεν υπήρχε το όνομά μου στους δίσκους, του ζήτησα εξηγήσεις. Μου είπε ότι, δεν έχει σημασία που με έξι δεκάρες κρατήθηκα στη ζωή και το οφείλω σε σένα, εγώ-μου πρόσθεσε- το αναγνωρίζω και θα κάνω το παν για σένα. Εάν κάνεις υπομονή θα συνεργασθούμε πάλι στενά και θα κάνουμε επιτυχίες. Είσαι όμως ελεύθερος, μου είπε, να πάς στην εταιρεία και να πεις ότι τραγούδια ήταν δικά σου.
Τι να έκανα όμως στην εταιρεία; Τι με ενδιέφερε να τους πω, το ένα ή το άλλο; Η μισή Δραπετσώνα γνωρίζει ότι είναι δικά μου, ο ίδιος ο Χατζηχρήστος το έλεγε στους άλλους συνθέτες και σήμερα το ξέρουν όλοι. Όπως το ξέρει και η γυναίκα του Χατζηχρήστου, η Γαρουφαλιά, και όλος ο κόσμος του τραγουδιού. Ο Χατζηχρήστος, παρά τα όσα έκανε γύρω από το όνομά μου στο δίσκο, ήταν ένας έντιμος και εξαιρετικός άνθρωπος. Φτωχόπαιδο κι αυτό.
…Στο Γιάννη Παπαϊωάννου έδωσα ένα τετράστιχο, το οποίο πρόσθεσε στον «Καψούρη», που γνωρίζω ότι η πρώτη στροφή γράφτηκε από το Στέλιο Χρυσίνη και η άλλη-η τρίτη(διότι η δεύτερη είναι δικιά μου), από τον ίδιο τον Γιάννη. Ποιος όμως έχασε από τον Παπαϊωάννου; Του ‘δινες ψίχουλα, και σου επέστρεφε ολόκληρο καρβέλι. Ο Θεός να συγχωρέσει την ψυχούλα του άγιου αυτού ανθρώπου, με τόσα καλά που έκανε στους φτωχούς και στους μπατίρηδες και με τη βοήθεια που έδωσε στους αδύναμους και στους κατατρεγμένους. Θεός σχωρέστον!
Μετά το 1951-52 κουράστηκα και βαρέθηκα αυτά τα δισκογραφικά κυκλώματα, τις κλίκες και τις συμμορίες των εταιρειών, και αποφάσισα, να αποτραβηχτώ για πάντα. Και αυτό έπραξα."
«…άμα κάτσω και πώ τι τράβηξε ο Μάρκος για να κάνει το πρώτο δίσκο με το μπουζούκι, δεν θα τα πιστεύει άνθρωπος. Εκατό φορές πήγε ο άνθρωπος και τον κοροϊδεύανε. Ξανέλα, και πάλι ξαναέλα, και κόντρα ξαναέλα! Χαράς στην υπομονή του! Ήρωας, λέμε! Γιατί δεν το αποφασίζανε να κάνουνε δίσκο με μπουζούκι. Φοβόντουσαν την κατακραυγή του κόσμου, τον έναν τον άλλονε. Ξέρετε τι γινότανε; Εχθροί μας όλοι. Και αν το αποφάσισε ο γέρο Μάτσας, ο Μίνως, ήτανε γιατί ήθελε να κάνει ας πούμε μια δοκιμή. Ήτανε επιχειρηματίας αυτός. Αλλά έπαιξε ρόλο και η κουβέντα του Περιστέρη, που έκανε κουμάντο τότες στην εταιρεία.
Στην «ΚΟΛΟΥΜΠΙΑ» δεν μπορούσε νάρθει άνθρωπος να συνενοηθείς τότες. Μετά ανέλαβε ο Σαλονικιός και έβαλε τα πράγματα σε μια σειρά. Μετά πήγε ο Φαλτάϊτς, ο Νικολάου, ο Μισαηλίδης, άνθρωποι, τέλος πάντων, που έκοβε και μια στάλα το μυαλό τους. Κι έκανε επιτυχίεςη «ΚΟΛΟΥΜΠΙΑ» που ο Μάτσας το φύσαγε και δεν κρύωνε. Ενώ πρώτα δεν μπορούσε να γίνει δίσκος με μπουζούκι στην εταιρεία αυτή. Μετά που πήρε φωτιά ο πρώτος δίσκος με το Μάρκο, κάνανε κι αυτοί τα ίδια. Βάλανε το Μπάτη, το Γιοβάν Τσαούς και μετά άλλους.
Πρώτα υπήρχε στη «ΚΟΛΟΥΜΠΙΑ» ο μεγάλος αυτοκράτορας, που λεγότανε Λαμπρόπουλος! Λέω για τον Θεμιστοκλή το Λαμπρόπουλο που ήτανε στην αφάνεια, αλλά αυτός έκοβε κι έραβε. Σ’ αυτόνε δεν τόλμαγε να πάει να μιλήσει ότι θέλει να κάνει δίσκο ο Μάρκος. Δεν τόλμαγε. Σατράπης και παλιοχαρακτήρας. Τους έβλεπε όλους αφ’ υψηλού, γιατί νόμιζε ότι οι άνθρωποι που του φέρνουνε λεφτά είναι υπηρέτες δικοί τους. Αυτός έδιωξε αργότερα από την εταιρεία το Γούναρη. Με το έτσι θέλω. Χωρίς λόγο. Αυτό το έκανε και σ’ άλλους πολλούς, για να μαθαίνουνε τι γίνεται και να τους κόβει όλων τον τσαμπουκά! Αλλά ήθελε και ρουφιάνους για να κουβαλάνε το γράμμα, τι γίνεται και τι λένε. Έτσι έδιωξε μετά τον Τσιτσάνη. Για να του κόψει το τσαμπουκά τάχα και να κάνει αυτά που ήθελε η εταιρεία. Πήγε όμως στην «ΟΝΤΕΟΝ» ο Τσιτσάνης και τους τάραξε στα σουξέ! Όχι παίζουμε! Και μετά τον παρακαλάγανε να γυρίσει. Τα ίδια κάνανε και σ’ εμένα, αλλά την πάθανε! Ερχόντουσαν κάθε μέρα στο σπίτι μου για να ξαναγυρίσω πίσω. Τα ίδια κι ο Χιώτης. Ενώ στο Μάτσα δεν γινόντουσαν αυτά. Αυτός ήτανε καταδεχτικός άνθρωπος, πιο καλός χαρακτήρας. Και πιο έξυπνος, τετραπέρατος. Αυτός μυριζότανε το σουξέ χιλιόμετρα μακριά! Και μπορούσες να κάτσεις και να κουβεντιάσεις μαζί του σαν άνθρωπος. Εγώ όλα τα προπολεμικά μου κομμάτια, τις μεγαλύτερες επιτυχίες μου, τις έχω στην «ΟΝΤΕΟΝ». Τα πιο πολλά. Δεν άφηνε εύκολα άνθρωπο να φύγει από την εταιρεία ο Μάτσας. Εβραίος ήτανε ο Μάτσας. Τώρα τελευταία πέθανε. Πολλές φορές έμεινε στο σπίτι μου, εδώ στις Τζιτζιφιές, στην Κατοχή, για να γλιτώσει τους Γερμανούς. Η μάνα μου τον έκρυβε. Και ο Περιστέρης τον έκρυβε με κίνδυνο της ζωής του. Γι’ αυτό και δεν τον άφησε ποτέ από κοντά του.»
Ο Γούναρης είναι δικός μας. Από μας ξεκίνησε. Μάγκας ο Γούναρης και καρδιά μποστάνι! Μόλις άκουγε για λαϊκούς συνθέτες άνοιγε η καρδιά του και δεν χόρταινε να κάθεται μαζί μας. Τι ζωή μ’ αυτόν τον άνθρωπο και τι ιστορίες! Μαζί δουλέψαμε και στην Αμερική. Φίλος μου, από τους καλούς και αξέχαστους φίλους.
Μια φορά έγραφα εγώ ένα τραγούδι δεν θυμάμαι πιο ακριβώς και έγραφε την ίδια μέρα και ο Πέτρος ο Κυριακός. Είχαμε φωνοληψία την ίδια μέρα. Και τραγουδούσε ένα μάγκικο τραγούδι ο Κυριακός, που είχε γράψει ο Καμβύσης. Τότε γνωριστήκαμε. Κι έγινε μια παρεξήγηση με κάποιον που είπε στον Κυριακό ότι ξεφτίλισε το επάγγελμά τους, γιατί ήταν ηθοποιός. Αν δεν έμπαινα στη μέση θα τον κομμάτιαζε ο Πετράν! Δεν χωνεύανε οι χαμούρες όποιον τραγούδαγε λαϊκά. Τον βρίζανε. Εμάς δεν μας χωνεύανε αυτοί οι Ευρωπαϊκοί συνθέτες. Γιατί εμείς πουλάγαμε δέκα δίσκους κι αυτοί έναν! Γι’ αυτό. Και ζηλεύανε και μέρα-νύχτα μας βρίζανε και μας σαμποτάρανε. Λαγός τη φτέρη έτριβε, κακό του κεφαλιού του. Γράφτε το αυτό. Αλλά ποιος τους άκουγε και ποιος τους υπολόγιζε; Μετά και αυτοί που είχανε εταιρείες δεν τους υπολογίζανε, κι ούτε τους δίνανε σημασία. Γιατί το φαΐ βρισκότανε σ’ εμάς, τους λαϊκούς. Ο κόσμος ήθελε λαϊκά τραγούδια, να τα καταλαβαίνει, να του μιλάνε στην καρδιά. Και στην καρδιά του λαού, μιλάνε μόνο τα δικά μας τραγούδια. Τα άλλα είναι να τ’ ακούς το πρωί, πριν πάς να χέσεις! Χώρια βέβαια από τα Δημοτικά, που είναι διαμάντια, χρυσάφι, λέμε. Εγώ δεν είχα παρτίδες με κανένα απ’ αυτούς τους Ευρωπαϊκούς συνθέτες, γιατί ήξερα τι καπνό φουμάρανε. Υπήρχανε και καλά, ωραία παιδιά από δαύτους. Και συνθέτες και τραγουδιστές. Ο Γούναρης όπως είπα, ο Πολυμέρης, ο Κώστας Μανιατάκης ήτανε φίλοι μου και με προσέχανε πολύ. Κι όλους τους Λαϊκούς συνθέτες. Άλλα περιβόλια αυτοί. Χωρίς κακίες και ζήλιες."