Μαρούσα
Μου παρήγγειλε η Μαρούσα, η μικρή ξανθομαλλούσα,
[συντροφιά να της κρατήσω και να της κρυφομιλήσω.]]
Γιατί μένει η καημένη, μόνη, παραπονεμένη
[και φοβάται το σκοτάδι, όταν πέφτει αργά το βράδυ.]]
Να καθίσουμε στο τζάκι, να τα πούμ’ ένα χεράκι,
[για φουστάνια και στολίδια και για τρέλες και παιχνίδια.]]
Μα τα μάτια της τα μαύρα, που ‘ν’ όλο φωτιά και λάβρα,
[σαν κοιτάζουν κατά ‘μένα, με φοβίζουνε κι εμένα.]]
Και γι’ αυτό θα της μηνύσω, σπίτι της δε θα πατήσω,
[απ’ το φόβο μ’ ο καημένος, μήπως φύγω τσιμπημένος.]]]