Μαρούσα

Από στίχοι
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μου παρήγγειλε η Μαρούσα, η μικρή ξανθομαλλούσα,

[συντροφιά να της κρατήσω και να της κρυφομιλήσω.]]


Γιατί μένει η καημένη, μόνη, παραπονεμένη

[και φοβάται το σκοτάδι, όταν πέφτει αργά το βράδυ.]]


Να καθίσουμε στο τζάκι, να τα πούμ’ ένα χεράκι,

[για φουστάνια και στολίδια και για τρέλες και παιχνίδια.]]


Μα τα μάτια της τα μαύρα, που ‘ν’ όλο φωτιά και λάβρα,

[σαν κοιτάζουν κατά ‘μένα, με φοβίζουνε κι εμένα.]]


Και γι’ αυτό θα της μηνύσω, σπίτι της δε θα πατήσω,

[απ’ το φόβο μ’ ο καημένος, μήπως φύγω τσιμπημένος.]]]