Το καντήλι τρεμοσβήνει

Από στίχοι
Αναθεώρηση ως προς 20:27, 6 Δεκεμβρίου 2019 από τον Fakk (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα: Το καντήλι τρεμοσβήνει σε μια κάμαρα φτωχή [και μια μάνα σιγολιώνει στο κρεβά-, κρεβάτι μοναχή...)
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Το καντήλι τρεμοσβήνει σε μια κάμαρα φτωχή

[και μια μάνα σιγολιώνει στο κρεβά-, κρεβάτι μοναχή.]]


Ξένοι πια την παραστέκουν για στερνή της συντροφιά,

[έφαγε την κόρη αρρώστια και τον γιο, τον γιο η ξενιτιά.]]


Έσβησε πια το καντήλι κι η μανούλα πάει μαζί,

[μοναχή σ’ αυτό τον κόσμο τι το ή-, το ήθελε να ζει.]]