Το καντήλι τρεμοσβήνει
Το καντήλι τρεμοσβήνει σε μια κάμαρα φτωχή
[και μια μάνα σιγολιώνει στο κρεβά-, κρεβάτι μοναχή.]]
Ξένοι πια την παραστέκουν για στερνή της συντροφιά,
[έφαγε την κόρη αρρώστια και τον γιο, τον γιο η ξενιτιά.]]
Έσβησε πια το καντήλι κι η μανούλα πάει μαζί,
[μοναχή σ’ αυτό τον κόσμο τι το ή-, το ήθελε να ζει.]]