Το καντήλι τρεμοσβήνει

Από στίχοι
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Το καντήλι τρεμοσβήνει σε μια κάμαρα φτωχή

[και μια μάνα σιγολιώνει στο κρεβά-, κρεβάτι μοναχή.]]


Ξένοι πια την παραστέκουν για στερνή της συντροφιά,

[έφαγε την κόρη αρρώστια και τον γιο, τον γιο η ξενιτιά.]]


Έσβησε πια το καντήλι κι η μανούλα πάει μαζί,

[μοναχή σ’ αυτό τον κόσμο τι το ή-, το ήθελε να ζει.]]