Ο λεβέντης που πονά

Από στίχοι
Αναθεώρηση ως προς 00:00, 1 Ιανουαρίου 1970 από τον Adoni (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα: Μες στην ταβέρνα αποβραδίς άραξε σε μιαν άκρη πίνει, καπνίζει σκεφτικός κι αργοκυλά το δάκρυ. ...)
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μες στην ταβέρνα αποβραδίς

άραξε σε μιαν άκρη

πίνει, καπνίζει σκεφτικός

κι αργοκυλά το δάκρυ.


Με τα μάτια βουρκωμένα

σιγοτρά- σιγοτραγουδάει θλιμμένα.


Φτάνουν βαθιά μεσάνυχτα

το καπηλειό σφαλίζει

μα ο λεβέντης που πονά

ξενύχτης τριγυρίζει.


Μες στις στράτες ξημερώνει

δεν κοιμά- δεν κοιμάται, μαραζώνει.


Γελάστηκε κι αγάπησε

μ’ αντί να βρει συμπόνια

σε μια γυναίκα άσπλαχνη

βρήκε την καταφρονιά.


Ειν’ λεβέντης, αχ τι κρίμα

μιας γυναί- μιας γυναίκας να ‘ναι θύμα.