Ο λεβέντης που πονά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μες στην ταβέρνα αποβραδίς
άραξε σε μιαν άκρη
πίνει, καπνίζει σκεφτικός
κι αργοκυλά το δάκρυ.
Με τα μάτια βουρκωμένα
σιγοτρά- σιγοτραγουδάει θλιμμένα.
Φτάνουν βαθιά μεσάνυχτα
το καπηλειό σφαλίζει
μα ο λεβέντης που πονά
ξενύχτης τριγυρίζει.
Μες στις στράτες ξημερώνει
δεν κοιμά- δεν κοιμάται, μαραζώνει.
Γελάστηκε κι αγάπησε
μ’ αντί να βρει συμπόνια
σε μια γυναίκα άσπλαχνη
βρήκε την καταφρονιά.
Ειν’ λεβέντης, αχ τι κρίμα
μιας γυναί- μιας γυναίκας να ‘ναι θύμα.