Το σιγαρέτο (Κουρούκλη Λ.)

Από στίχοι
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Άρχισα εφέτο, το σιγαρέτο

κι όλο καπνίζω, νύχτα-μέρα, σαν τρελή,

πω, πω, τι γλύκα, που τηνε βρήκα

και με μεθάει πιο πολύ κι απ’ το φιλί.


R: Ταμπακιέρα κρατώ, όπου πάω

και το τραβάω και το ρουφάω

κι όλοι λένε, σαν βλέπουν εμένα,

χαριτωμένα, που το τραβώ.


Στα εστιατόρια, κάθουμαι χώρια

και μόλις φάω, το τσιγάρο μου τραβώ

κι αν με κοιτάν, χα, χα, χα κι με γελάνε,

εγώ δε βλέπω κι όλο κάνω τον στραβό.

R

Κανένας νέος, κομψός κι ωραίος,

όταν μου δίνει, ένα τσιγάρο μυστικά,

χέρι με χέρι, μου το προσφέρει

και το τραβάμε και οι δυο γλυκά-γλυκά.

R

Στον άντρα μου είπα, να μου βρει πίπα,

και κανα πούρο να τραβώ καμιά φορά

κι ο δόλιος κλαίει κι όλο μου λέει,

δεν πρέπουν πούρα, στη καλή νοικοκυρά.

R