Το πιτσιρικάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ένα πιτσιρίκι είναι ξαπλωμένο
μεσ’ στα χορταράκια παραπονεμένο,
[θέλει να φουμάρει ένα τσιγαράκι,
μα δεν έχει φράγκο, είναι μπατιράκι.]]
Του ‘ρθε μια ιδέα, κάπου να τη στήσει,
όποιος κι αν περάσει τσιγάρο να ζητήσει,
[μα κακή του τύχη λίγο παραπάνω,
στη γωνιά τον δρόμου τρακάρει πολιτσμάνο.]]
Κάνει το κορόιδο, ζούλα τον κοιτάει
και με κόλπο έξυπνο τόνε χαιρετάει,
[δίχως να τα χάσει το πιτσιρικάκι,
απ’ τον πολιτσμάνο ζητάει τσιγαράκι.]]