Το παράπονο του Μοσκιού

Από στίχοι
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Στης φυλακής τα σίδερα, σ’ ένα κελί κλεισμένος

κλαίει κι αναστενάζει ένας φυλακισμένος.

Είν’ άμοιρο παιδί, ο δυστυχής Μοσκιός,

της Φούλας ο εξάδελφος, της Κάστρου ο ανεψιός.


Δεν τρώει πια δεν πίνει και σε κανέναν δεν μιλά,

μέρα τη μέρα σβήνει και κάπου-κάπου τραγουδά:

Τι έφταιξα της μοίρας μου κι εσένα Φούλα, αχ, κακιά

και με φιλιά με μέθυσες και μ’ έκανες φονιά.


Ένα είναι το λάθος μου ένα τ’ αμάρτημά μου,

την Φούλα που αγάπησα τρελά μες την καρδιά μου.

Δεν θέλω πια να ζήσω, δεν θέλω να με λεν φονιά,

θέλω πια να πεθάνω στη φυλακή σε μια γωνιά.


Κακούργα πια δεν σκότωσες μονάχα τον γαμπρό σου,

αλλά κι εμέ τον δυστυχή επήρες στο λαιμό σου.

Σαν θα πεθάνω Χριστιανοί και εσύ, μανούλα μου χρυσή,

ανάψτετέ μου ένα κερί να μ’ αλαφρώνει τη ψυχή.