Το μαναβάκι (Χρυσαφάκη)

Από στίχοι
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

A: Ένα μαναβάκι μέσ’ στην αγορά,

είδε μια χηρίτσα κι ήβαλε σεβντά,

την κοιτάζει κι ανεστενάζει,

που δεν μπορεί να τηνε μπλέξει μια βραδιά,

την κοιτάζει κι ανεστενάζει,

μ’ αυτή του κάνει όμως πείσματα πολλά.


Και της πέφτει δίπλα, της κρυφομιλά

και της λέγει, βρε χηρίτσα, θα ‘μπω σε μπελά,

αν δεν έλθεις μαζί μου, φως μου,

να μου γιατρέψεις τη φτωχή μου την καρδιά,

αν δεν έλθεις μαζί μου, φως μου,

μάθε, κακούργα, θα με βάλεις σε μπελά.


Εγώ για σένα, χήρα, αλάνης θα γινώ

κι αν δε σε πάρω, μάθε, στη φυλακή θα μπω,

ένα βράδυ θα πας στον Άδη,

για να μου φύγει ο σεβντάς απ’ την καρδιά,

ένα βράδυ θα πας στον Άδη

κι ό,τι μου μέν’ ας γίνω, χήρα μου κακιά.

A