Το κουτσαβάκι (Παπαγκίκα)
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
[Κουτσαβάκι ήμουνα, δεν ψηφούσα τη ζωή μου,
με πιστόλια έπαιζα τη λατρευτή ψυχή μου.]]
Πάντοτε έπαιζα χαρτιά εις στα χαρτοπαιχνεία,
ωχ, αμάν, πάντα έλεγα άλλος έχασε παρά.
Στρι, στρι, φώναζαν αυτοί, στρίβε, βρε παλικαρά μου,
στρι, στρι, έφευγα κι εγώ, για να μην εύρω τον μπελά μου.
[Μόλις τα ‘παιρνα απ’ αυτούς τα πλυμμένα μου τα ρούχα,
γύρευα να βρω αλλού, να τραβήξω την κουμπούρα.]]
Όλο το καπέλο έφτιαχνα, να τους πάρω τον αέρα,
μην τυχόν και κουνηθεί κανείς, σταματάτε, λέω πέρα, πέρα.
Στρι, στρι, φώναζαν αυτοί, στρίβε, βρε παλικαρά μου,
στρι, στρι, έφευγα κι εγώ, γιατί δεν πέρναγ’ η μπογιά μου.