Το καφέ σου το σκουφάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μ’ έκαψε, αχ Ελενάκι, το καφέ σου το σκουφάκι,
στραβά, φως μου, εσύ το βάζεις και εμένανε πειράζεις.
[Ωχ, αμάν, σκανταλιάρικο, με πειράζεις, κατεργάρικο.]]
Πω, πω, πω, θα με πεθάνει, το σκουφί στραβά που βάνεις,
να μου ζήσεις, Ελενάκι, έλα φτιάξε το λιγάκι.
[Αχ, αμάν, πόσο το λαχταρώ, το καφέ σκουφάκι να χαρώ.]]
Τότε μόνο θα κερδέψω, Ελενάκι, σαν σε κλέψω,
γιατί το ‘βαλα γινάτι, το καφέ σκουφί στο μάτι.
[Αχ, αμάν, τούτη τη φορά, θα σε κλέψω, Ελένη, φανερά.]]