Το γιασεμί (Σέμση)
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μαράθηκε το γιασεμί, που είχα στην αυλή μου,
μαράθηκε και μάρανε κι εμένα τη ζωή μου,
το μάρανε η γαρυφαλιά με τη δική της τσαχπινιά.
Μαράθηκαν και πέσανε τα φύλλα και οι κλώνοι,
που πότιζα με δάκρυα, με βάσανα και πόνοι,
μαράθηκε και δεν ανθεί και δε μου λέει το γιατί.
Τι έχεις και μαραίνεσαι κι όλο παραπονιέσαι,
αγάπησες και πόνεσες και μένα μ’ απαρνιέσαι
και τώρα πια δε μου μιλάς και μ’ άλλην παίζεις και γελάς.
Που πα’να βρω το φάρμακο να τηνε φαρμακώσω,
την άπιστη γαρυφαλιά να τηνε ξεριζώσω,
για να της κάψω την καρδιά και να γυρεύει γιατρειά.