Το Βαγγελάκι (Κυριακός)

Από στίχοι
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Από τον καιρό που με γέννησ’ η μάνα μου

και αφού μ’ απόκοψε κι η παραμάνα μου,

ήμουνα μικρό, τρυφερό, νοστιμούλικο

και ας ήμουνα και μούλικο.


Στο σοκάκι ευθύς η μαμά μου μ’ απόλυσε

και χωρίς πολλά να μου πει με ξεσκόλισε,

μου ‘πε δίνοντας μου έναν γιακά,

τράβα για να βρεις θηλυκιά.


Ρε Χριστέ, να ήτανε να ‘μουνα πλούσιος

και να μη με σκότιζε κι ο επιούσιος,

θα είχα και χαρέμι, ασίκικο, μπέικο,

ζηλευτό μες στο ρωμέικο.


Από τον Σκουλούδη στα πλούτη ανώτερος

κι απ’ τον Εμπειρίκο πολύ πλουσιότερος,

αφού σπούδασα σε λύκειο, όπως το Εμπειρίκειο.


R: H γυναίκα πως με συγκινεί,

με σφάζει, με πονεί, μου κόβει τη φωνή,

μα κι αν τυχόν καμιά μπελάς θα μου γενεί,

της δίνω το πανί, ψοφάω για γυνή.


Επήγα και στις κούρσες με τη συμβία μου,

να ‘σαστε να βλέπατε τα μεγαλεία μου.

Δέκα φωτογράφοι απ’ όξ’ απ’ τη λότζα μου,

επέρνανε τη πόζα μου.


Έπαιξα γκραν πρι μαζί με την γκόμνινα,

όσα είχ’ η τσάντα και ρέστος απόμεινα

κι έτσι απ’ τον Ιππόδρομο ήλθαμε ποδαρόδρομο.

R