Ο μερακλής των συνοικισμών
Κάθε βράδυ τριγυρνώ, απ’ έναν συνοικισμό,
Ποδονίφτη, Ποδαράδες, που έχει όμορφες σαν νεράιδες.
Στο Πολύγωνο, παιδιά είναι όλες, λεβεντιά
και περίπατο σαν βγαίνουν, αχ, τον κόσμο ξετρελαίνουν.
Στου Συγγρού, έχει νταήδες και στην τρίχα μερακλήδες,
αμανέ και ζεϊμπεκάκι, είναι όλα τους, μεράκι.
Και στον Βύρωνα πολλές, άσπρες και μελαχρινές,
με τσαχπίνικες ματιές καίουνε πολλές καρδιές.
Κοπανά και Υμηττό, μου ‘ρχεται να τρελαθώ,
σαν κουκλίτσες, κοριτσάκια, που σε βάζουν σε μεράκια.
Κι αν θα πας στο Περιστέρι, όλ’ οι νέοι, έχουν ταίρι,
με σκοτάδι στα σοκάκια πέρνουνε γλυκά φιλάκια.
Στα Σφαγεία όλες ξεύρουν, στη στιγμή να σε μαγεύουν
και σου κλέβουν την καρδιά κι όλο πας κάθε βραδιά.
Θα σας πω την Κοκκινιά, που ‘ναι μπύρες και βιολιά,
όλο γλέντι, τραγουδάκια, πω, πω, πω και τι μεράκια.
Κι αν θα δείτε τα Ταμπούρια, που τα πίνουνε στη φούρια,
η λατέρνα και ουζάκι, έτσι σπάζουνε κεφάκι.
Τη Δραπετσώνα για να δείτε, πρέπει για να τρελαθείτε,
Πόντιοι με ταλιράκια, ξεμυαλίζουν κοριτσάκια.