Ο μανάβης της γειτονιάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Δε μου λες, καλέ μανάβη, τι πουλάς, να σε ‘χαρώ, αμάν, αμάν,
[κάνε μου τη χάρη, έλα, λίγο πιο κοντά, να δω.]]
Ό,τι και να μου ζητήσεις, έχω φρέσκα και φθηνά, αμάν, αμάν,
έχω και φιρίκια μήλα, σαν και σένανε γλυκά.
Μη μου κολακεύεις, μάγκα, έλα δωσ’ μου μια οκά, αμάν, αμάν,
[απ’ τα μήλα που φωνάζεις κι ας’ τα λόγια τα πολλά.]]
Κούκλα μου, δε σε πειράζω, έχεις, μα την Παναγιά, αμάν, αμάν,
κάτι μάτια που μπορούνε, να πληγώσουν τον ντουνιά.
Βρε, μελαχρινέ μανάβη, όλη μέρα, που γυρνάς, αμάν, αμάν,
[φαίνεσαι πολύ τσαχπίνης και την κάθε μια κοιτάς.]]
Αχ, μανάρα μου, σου λέγω, πως για σένανε μπορώ, αμάν, αμάν,
ως, τη συρμαγιά να φάγω, για τα μάτια σου τα δυο.