Κυνηγημένος από τους νόμους
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μέσα στη νύχτα σαν τον κλέφτη προχωράει
κάποιο παιδί σιγά-σιγά στα σκοτεινά,
σ’ ενός φτωχόσπιτου την πόρτα σταματάει
και με λαχτάρα ψιθυρίζει σιγανά.
R: [Γύρισα μάνα μου πικρά μετανιωμένο,
το παλληκάρι σου το παραστρατημένο.]]
Πείνασα, δίψασα, κοιμήθηκα στους δρόμους,
για την γυναίκα π’ αγαπούσα την κακή,
τόσες φορές κυνηγημένος απ’ τους νόμους
και άλλες τόσες τραβηγμένος φυλακή.
Απόψε γύρισε πικρά μετανιωμένο
το παλληκάρι σου το παραστρατημένο.]]
Βγαίνει η μανούλα του κι ανάβει ένα καντήλι
έξω απ’ την πόρτα ποιος χτυπάει για να δει,
χαμογελούν τα πικραμένα της τα χείλη,
σαν αντικρίζει το χαμένο της παιδί.
R