Η λεβέντισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Είσαι, φίλε, γελασμένος, αν κορόιδο με θαρρείς,
[την καρδιά μου την ορίζω σαν λεβέντισσα |
και μαστόρικα τους άντρες τους κυβέρνησα.][
Κι άλλοι ήρθανε να παίξουν, μα μπαστούνια τα ‘χουν βρει,
[μ’ όλους έπαιξα στο χέρι, σαν λεβέντισσα,|
ένας μ’ έχει ξελογιάσει και το γλέντησα.][
Τώρα πια όλους τους άντρες, σαν λουλούδια τους κοιτώ,
[έχω βρει τον άνθρωπό μου, σαν λεβέντισσα,|
την καρδιά μου όπως πρέπει την κυβέρνησα.][