Ελα (Πάρε καρότσα κι έλα) (Ζωγράφος Θ)
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ε, για σένα αγάπη μου χρυσή έχτισα ‘γώ παλάτι,
ε, [τέτοιο που δεν αντίκρισε ποτέ ανθρώπου μάτι.]]
Πάρε καρότσα κι έλα κι έλα το Σάββατο,
να με παρηγορήσεις, που ‘μαι στον θάνατο.
Ε κι έβαλα δάκρυα για νερό, τους πόνους μου για λίθους,
ε [και για μαστόρους τους παλμούς του πονεμένου στήθους.]]
Πάρε καρότσα κι έλα κι έλα την Κυριακή,
να με παρηγορήσεις, που ‘μαι στη φυλακή.