Άγιος Βασίλης
Αρχιμηνιά κι Αρχιχρονιά, ψηλή μου δεντρολιβανιά
[κι αρχή]] καλός μας χρόνος, [εκκλησιά]] με άγιος θρόνος.
Άγιος Βασίλης έρχεται, άρχοντες το κατέχετε,
[από]] την Καισαρεία, [συ αρχό]]ντισσα κυρία.
Βαστάει εικόνα και χαρτί, ζαχαροκάντια ζυμωτή,
[χαρτί]] και καλαμάρι, [διές κι εμέ]] το παλικάρι.
Το καλαμάρι έγραφε, τη μοίρα μου τη μου ‘λεγε
[και το]] χαρτί ομίλει, [άσπρε μου]] χρυσέ μου κρίνε.
Βασίλη, πόθεν έρχεσαι, για δε με καταδέχεσαι
[και πό]]θεν κατεβαίνεις [και δε με]] συντυχαίνεις;
Από τη μάνα μ’ έρχομαι, εγώ σε καταδέχομαι
[και στο]] σχολειό μου πάγω, [άστρο πες]] μου τι να κάνω;
Κάτσε νὰ φας, κάτσε να πιείς, αν μ’ αγαπάς θα μου το πεις,
[κάτσε]] να τραγουδήσεις [και να με]] καλοκαρδίσεις.
Εγώ γράμματα εμάθαινα και θα σου πω τι πάθαινα,
[τραγούδια] δεν ηξεύρω, [αντικρύ]] μου να σε έχω.
Και να μη ξέρεις γράμματα, πόσες φορές με κλάματα,
[πες μας]] την αλφαβήτα, [πώς τα πέ]]ρασες τη νύχτα.
Χλωρό ραβδί, ξερό ραβδί, πότε στην πόρτα της να βγει,
[χλωρά]] βλαστάρια πέτα, [τη χρυσή]] μου τη βιολέτα.
Κι απάνω στα βλαστάρια τους, της γειτονιάς σου είπα το,
[πέρδι]]κες κελαηδούσαν, [μα δε]] σου το μιλούσαν.
Δεν ήταν μόνο πέρδικες και τώρα που με έβρηκες,
[μόνο]] περιστεράκια, [μαύρα μου]] γλυκά ματάκια.
Με υγεία κι ευτυχία και καλά κέρδη να περάσετε το Νέον Έτος.
Και ότι επιθυμείτε και με το καλό να πάμε στην πατρίδα.