Άγιος Βασίλης

Από στίχοι
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχιμηνιά κι Αρχιχρονιά, ψηλή μου δεντρολιβανιά

[κι αρχή]] καλός μας χρόνος, [εκκλησιά]] με άγιος θρόνος.


Άγιος Βασίλης έρχεται, άρχοντες το κατέχετε,

[από]] την Καισαρεία, [συ αρχό]]ντισσα κυρία.


Βαστάει εικόνα και χαρτί, ζαχαροκάντια ζυμωτή,

[χαρτί]] και καλαμάρι, [διές κι εμέ]] το παλικάρι.


Το καλαμάρι έγραφε, τη μοίρα μου τη μου ‘λεγε

[και το]] χαρτί ομίλει, [άσπρε μου]] χρυσέ μου κρίνε.


Βασίλη, πόθεν έρχεσαι, για δε με καταδέχεσαι

[και πό]]θεν κατεβαίνεις [και δε με]] συντυχαίνεις;


Από τη μάνα μ’ έρχομαι, εγώ σε καταδέχομαι

[και στο]] σχολειό μου πάγω, [άστρο πες]] μου τι να κάνω;


Κάτσε νὰ φας, κάτσε να πιείς, αν μ’ αγαπάς θα μου το πεις,

[κάτσε]] να τραγουδήσεις [και να με]] καλοκαρδίσεις.


Εγώ γράμματα εμάθαινα και θα σου πω τι πάθαινα,

[τραγούδια] δεν ηξεύρω, [αντικρύ]] μου να σε έχω.


Και να μη ξέρεις γράμματα, πόσες φορές με κλάματα,

[πες μας]] την αλφαβήτα, [πώς τα πέ]]ρασες τη νύχτα.


Χλωρό ραβδί, ξερό ραβδί, πότε στην πόρτα της να βγει,

[χλωρά]] βλαστάρια πέτα, [τη χρυσή]] μου τη βιολέτα.


Κι απάνω στα βλαστάρια τους, της γειτονιάς σου είπα το,

[πέρδι]]κες κελαηδούσαν, [μα δε]] σου το μιλούσαν.


Δεν ήταν μόνο πέρδικες και τώρα που με έβρηκες,

[μόνο]] περιστεράκια, [μαύρα μου]] γλυκά ματάκια.


Με υγεία κι ευτυχία και καλά κέρδη να περάσετε το Νέον Έτος.

Και ότι επιθυμείτε και με το καλό να πάμε στην πατρίδα.