Σελίδα 1 από 1

Γιοβάν Τσαούς

Δημοσιεύτηκε: 10 Νοέμ 2005 09:32 am
από PLANTMAN
Εικόνα

ΓΙΟΒΑΝ ΤΣΑΟΥΣ

Το πραγματικό του όνομα ήταν Γιάννης Εϊτζιρίδης.
Γεννήθηκε στην Κασταμονή του Πόντου το 1896 και πέθανε στην Κοκκινιά το 1942.
Πρόκειται για έναν θρύλο του ρεμπέτικου, που έμεινε γνωστός ως ΓΙΟΒΑΝ ΤΣΑΟΥΣ, εξαιτίας του βαθμού του λοχία που κατείχε υπηρετώντας τη θητεία του στον Οθωμανικό στρατό. Ο φίλος του και αποκλειστικός κατασκευαστής των ιδιόμορφων οργάνων του, Κυριάκος Λαζαρίδης, τον περιγράφει με μια ποιητική εικόνα: "Πάνω στα μπράτσα των οργάνων του δεν είχε τέλια, αλλά χιλιάδες ξωτικά πουλιά, που περίμεναν να τ' αγκίξει για να λαλήσουν". Ο Μάρκος, όταν έπαιζε, άφηνε το μπουζούκι και τον χάζευε, ενώ ο Μπαγιαντέρας σε ερώτηση του Λ.Παπαδόπουλου, απαντά: "... άστον αυτον, αυτός ήταν το κάτι άλλο!". Με τον ίδιο πάνω-κάτω θαυμασμό και δέος μιλούν όλοι, όσοι τον γνώρισαν.

Ο Γιοβαν Τσαούς υπήρξε ένας εξαίρετος μουσικός, ιδανικός εκτελεστής όλων των σολιστικών, νυκτών οργάνων. Στα δεκαοχτώ του είχε γίνει γνωστός σε όλην τη Μ.Ασία και εκλήθη πολλές φορές στο σαράι του Αβδούλ Χαμίτ όπου συνόδευσε τον περίφημο τραγουδιστή Μπουχράν. Λέγεται μάλιστα, πως απ' όσους έπαιξαν στο σαράι του, τους μόνους που δεν ευνούχισε ο Σουλτάνος ήταν ο Μπουχράν, ο Ζουρναλή Μεμέτ και ο Γιοβάν Τσαούς. Στην Ελλάδα ήρθε το '23 και εγκαταστάθηκε στον Πειραιά. Παρά την φήμη του και τις αφόρητες πιέσεις που δεχόταν, αρνήθηκε πεισματικά να εργαστεί ως μουσικός σε μαγαζιά και πανηγύρια, και εργαζόταν ως ράφτης. Έλεγε χαρακτηριστικά: "Δεν παίζω εγώ για να χορεύουν οι πουτάνες!" Παρέβη δυό φορές τις αρχές του, μιά φορά στον γάμο ενός φίλου του, και την δεύτερη για να βοηθήσει έναν άλλον σε μια καινούργια του επιχείρηση. Πάντως σε καμιά περίπτωση δεν δέχτηκε "Χαρτούρα".

Στα της Μουσικής ήταν μάλλον αυτοδίδακτος και πέρα από τα νυκτά όργανα (Μπουζούκι, μπαγλαμά, σάζι, ούτι) έπαιζε πιάνο και βιολί. Ωστόσο το χαρακτηριστικό του όργανο ήταν ένα σάζι δικής του εμπνεύσεως: Δωδεκάχορδο, με μανίκι 1.30 μ. και 37 υποδιαιρέσεις με ιδιόμορφη διάταξη των μπερντέδων. Είχε μεγάλη αδυναμία στα όργανά του, που τα ήθελε πάντα άβαφα και τα κατασκεύαζε αποκλειστικά ο Κ.Λαζαρίδης υπό τις δικές του οδηγίες. Έγραψε, σε στίχους της συζύγου του, πολλά τραγούδια, σύμφωνα με τις αφηγήσεις, ωστόσο ελάχιστα έχουν ηχογραφηθεί υπό το όνομά του και σχεδόν όλα με τη φωνή του ερασιτέχνη τραγουδιστή και επαγγελματία μηχανουργού Α.Καλυβόπουλου. Έπαιξε, όμως, σε πολλές ηχογραφήσεις άλλων συνθετών. Θεωρούνταν εξαιρετικός στους αυτοσχεδιασμούς και υπάρχουν αφηγήσεις για τα ατέλειωτα ταξίμια του. Δεν βίωσε το περιβάλλον των τεκέδων και της μαγκιάς. Τα χασικλίδικα τραγούδια που συνέθεσε, αποτελούν εικόνες που κατέγραφε από το μπαλκόνι του σπιτιού του, που "έβλεπε" στον σιδηροδρομικό σταθμό, όπου αργοσβήναν συχνά οι πρεζάκηδες του Πειραιά.

Ο Γιοβάν Τσαούς, που έζησε σαν θρύλος, πέθανε απροσδόκητα τον Οκτώβρη του '42, σχεδόν ταυτόχρονα με την σύζυγο και μόνιμη συνεργάτιδά του, τόσο στην ραπτική όσο και τη μουσική. Εικάζεται πως ο θάνατός τους οφείλεται, σε τροφική δηλητηρίαση από τηγανόψωμα που φτιάχτηκαν με χαλασμένο αλεύρι. Η απώλεια μέσα σε 3 χρόνια όλων σχεδόν των καταξιωμένων μουσικών του μεσοπολέμου, άνοιξε μεν τον δρόμο για την οριστική επικράτηση του εκσυγχονιστικόυ ρεύματος, που εξέφραζε ο Τσιτσάνης, ωστόσο, στέρησε την λαογραφία από την μελέτη όλης αυτής της μουσικής παιδείας, που μοιάζει να χάνεται μαζί τους.

Τα στοιχεία προέρχονται από διάφορα βιβλία, αλλά κυρίως από την Ρεμπέτικη ανθολογία, και απηχούν μαρτυρίες Μουσικών που γνώρισαν τον Γιοβάν Τσαούς.

Δημοσιεύτηκε: 20 Μαρ 2006 02:42 pm
από Adonis
Ο Στελλάκης Περπινιάδης αναφέρει για τον Γιοβάν Τσαούς: «Ο Γιοβάν Τσαούς ήταν από την Μ. Ασία. Εξαιρετικός συνθέτης και υπέροχος οργανοπαίκτης. Τραγούδησα δικά του τραγούδια και γράψαμε μαζί(δικοί μου στίχοι) το «Μέρα και νύχτα περπατώ», την «Ελένη τη ζωντοχήρα» και ένα-δυο ακόμα. Έπαιξε και σε πολλά τραγούδια του Τούντα που τραγουδάω εγώ. Είχε ένα περίεργο μπουζούκι, ένα αλλόκοτο όργανο, που το είχε κάνει παραγγελία. Είχε το όργανο αυτό ταστιέρα, όπως το κανονάκι, τη μισή φωνή την είχε διαιρέσει στο δυο. Ο Γιοβάν Τσαούς ήξερε όλους του «δρόμους». Δεν υπήρχε άλλος μουσικός τόσο καταρτισμένος. Θα περάσουν πάρα πολλά χρόνια και πάλι θα είναι πολύ δύσκολο να γεννηθεί τόσο καταρτισμένος μουσικός σαν το Γιοβάν Τσαούς. Επαναλαμβάνω ότι ήξερε όλους τους δρόμους. Γιατί τους δρόμους όλους, τους ξέρουν μόνον αυτοί που παίζουν κανονάκι, γι’ αυτό και ο Τσαούς είχε στο μπουζούκι του ταστιέρα από κανονάκι. Όποιος έπιασε το μπουζούκι αυτό για να παίξει, το παράτησε αμέσως. Κανείς δεν μπορούσε να παίξει. Μια φορά το πήρε στα χέρια για παίξει ο Μάρκος ο Βαμβακάρης, αλλά γρήγορα το παράτησε. Αλλά τι να παίξει ο Μάρκος από το μπουζούκι του Γιοβάν Τσαούς; Αυτός δεν μπορούσε να παίξει το δικό του και θα έπαιζε εκείνο, που ήταν αλλόκοτο. Ο Γιοβάν Τσαούς πέθανε το 1943 από μια δηλητηριασμένη παλαμίδα, εδώ στην Κοκκινιά, κοντά στο σπίτι μου. Πέθανε μαζί με την γυναίκα του, μια ώρα διαφορά ο ένας από τον άλλον».
Από την Ρεμπέτικη ιστορία του Κώστα Χατζηδουλή

Ο Κυριάκος Λαζαρίδης σε συνέντευξή του στα Νέα το 1976, μέρος της οποίας δημοσίευσε ο Κώστας Χατζηδουλής αναφέρει: «…Εγώ τους έφτιαχνα πρώτα τα όργανά τους. Σε όλους έφτιαξα όργανα. Και τα μπουζούκια του Γιοβάν Τσαούς, εγώ τα έφτιαξα. Παράξενα όργανα αυτά, ο ίδιος τα παράγγελνε. Έτσι τα ήθελε. Το όργανο του Γιοβάν Τσαούς είχε βυζαντινές φωνές, έτσι το ’θελε. Τριάντα επτά φωνές είχε το μπουζούκι του. Κανείς δεν μπορούσε να παίξει με το μπουζούκι του, κανείς! Μια φορά στο μαγαζί μου ήτανε ο Μάρκος, ο Μπάτης και ο Γιοβάν Τσαούς. Λέει ο Μάρκος: Δος μου, ρε Τσαούση, το μπουζούκι να παίξω, να δω πως είναι». Το πήρε στα χέρια και αμέσως το άφησε, δεν μπόραγε να παίξει! Και γυρίζει στο Γιοβάν Τσαούς και του λέει: «Πως παίζεις, ρε, με αυτό το όργανο1». Μετά, λέει ο Μπάτης του Μάρκου: «Δεν μπορείς, ρε, να παίξεις ένα μπουζούκι;». Το παίρνει για να παίξει αυτός, αλλά τα ίδια: το παράτησε. Και ρώταγαν μετά τον Γιοβάν Τσαούς να τους πει πως παίζει. Ο Γιοβάν Τσαούς τους λέει: «Εγώ έτσι παίζω, όπως και στο Σεράι, εκεί που ήμουνα, λέει, στην Τουρκία. Γιατί ο Γιοβάν Τσαούς έπαιζε στο Σεράι-στου Χαμίτ- μαζί με τον Τζεμίλ, τον Ταμπουρή Τζεμίλ-μεγάλος αυτός ο Τούρκος! Ξέρεις τι μουσικός ήταν ο Γιοβάν Τσαούς; Α!! Πολύ μεγάλος, ο πιο τεχνίτης απ’ όλους, ο πρώτος! Έπαιζε κλαρίνο, ταμπούρ, μπαγλαμά, κιθάρα, μπουζούκι, πιάνο. Μεγάλος μουσικός! Ο μόνος που ήξερε όλους τους «δρόμους». Ο πρώτος που έπαιζε εδώ ταξίμια, όλοι απ’ αυτόνε μάθανε, όλοι αυτόν ακούσανε. Βυζαντινά έπαιζε, αλά τούρκα, ό,τι ήθελες. Όλοι ακολουθήσανε αυτόν. Κι εγώ όσα ταξίμια ξέρω και παίζω, από τον Γιοβάν Τσαούς τα έμαθα…».

ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ ΤΟΥ ΓΙΟΒΑΝ ΤΣΑΟΥΣ

Ο Παναγιώτης Κουνάδης είχε την ευκαιρία να μελετήσει τα όργανα του Γιοβάν Τσαούς. Αναφέρει σχετικά: «Είχα την ευκαιρία να μελετήσω τα όργανα του Γιοβάν Τσαούς που βρίσκονται σε άριστη κατάσταση στα χέρια των απογόνων της αδελφής της γυναίκας του. Πρόκειται για 2 τρίχορδους ταμπουράδες, ο μεγάλος, με ελεύθερο μήκος χορδής 64 εκατοστά κι ο μικρός, αντίστοιχα με μήκος 52 εκ. Ένα τρίτο όργανο, μισοτελειωμένο καταστράφηκε σε κάποια μεταφορά.

Πρόκειται για ιδιότυπα, από μορφολογική άποψη, όργανα και έχουν κατασκευαστεί από το γνωστό οργανοποιό του Πειραιά Κυριάκο Πεσμαζόγλουή Λαζαρίδη, κατά πιθανότητα αντίγραφα πρωτοτύπων που πρέπει να έφερε ο Γιοβάν Τσαούς από τη Μ. Ασία. Κι αυτό διότι δεν εξηγείται, ένας τόσο διάσημος και με μεγάλη παραγωγή οργανοποιός να μη ξαναφτιάξει παρόμοια όργανα. Όσον αφορά στη μορφή –όπως φαίνεται και στις φωτογραφίες- διατηρούν το σχήμα του ταμπουρά που συναντάμε σε γκραβούρες, πίνακες ζωγραφικής, χαλκογραφίες, εικονογραφίες κ.λ.π. του 17ου και 18ου και 19ου αιώνα. Το πιο ενδιαφέρον, -κατασκευαστικά- στοιχείο είναι το κούφιο μπράτσο, που αποτελεί συνέχεια του σκάφους. Στο τελείωμα του σκάφους έχουμε την πύκνωση στις ντούγιες, ένα διακοσμητικό συνδετικό και εν συνεχεία τις ντούγιες του μπράτσου.

Έχει οκτώ κλειδιά από σκληρό ξύλο μέσα από το οποίο περνάν κοκκάλινα στριφτάρια. Στις άκρες είναι γραμμένο το όνομά του με κοκκάλινα γράμματα(ΤΣΑΒΟΥΣ και Ι.ΤΣ.). το κούφιο μπράτσο ελαφρύνει πολύ το όργανο, ενώ η συνέχεια σκάφους-μπράτσου, διευκολύνει την κίνηση του αριστερού χεριού στις ψηλές νότες.

Όσον αφορά τα διαστήματα που δημιουργούνται από τα τάστα(για τα οποία γράφτηκαν αρκετές υπερβολές και έγιναν ποικίλες υποθέσεις από αναρμόδιους) παρατηρούμε τα εξής: Όσον αφορά στο μεγάλο όργανο(64 εκ. ελεύθερο μήκος χορδής). Ακολουθεί με ακρίνεια τα διαστήματα του προπολεμικού σαζ-μπαγλαμά που κατασκεύαζαν στην Τουρκία, όπου γίνεται χρήση των γνωστών διαστημάτων της μονοφωνικής μουσικής 9/8, 10/9(επόγδοος και επιένατος τόνος) και 16/`5 ή 256/243 για τα ημιτόνια, με 5 σημεία ενδιάμεσης παρέμβασης στα διαστήματα του τόνου. Το 2ο όργανο(52 εκ. ελεύθερο μήκος χορδής) ακολουθεί τα διαστήματα του τούρκικου σαζ-τζουρά, με μικρολάθη στις τοποθετήσεις των τάστων που οφείλονται μάλλον στον κατασκευαστή. Είναι φανερό ότι τα όργανα αυτά δεν ήταν δυνατόν να έρθουν σε ταυτοφωνία με τα μπουζούκια και τους μπγλαμάδες –της Πειραιώτικης κομπανίας του Βαμβακάρη κλπ.- που ήταν χωρισμένα για να παίζουν συγκερασμένα διαστήματα. Αυτός ήταν ο κυριότερος λόγος που ο Γιοβάν Τσαούς περιγράφεται πάντα να παίζει μόνος.

Δημοσιεύτηκε: 22 Μαρ 2006 03:46 pm
από Adonis
Ο Γιάννης Λελάκης στην αυτοβιογραφία του που έγραψε ο Κώστας Χατζηδουλής αναφέρει σχετικά με τον Γιοβάν Τσαούς σημαντικά στοιχεία για τη ζωή του, ας δούμε τον ίδιο πως περιγράφει τη σχέση με τον Γιοβάν Τσαούς:

«…ο μόνος άνθρωπος που μου στάθηκε στη φτώχεια μου και κατά κάποιο τρόπο, με παράσυρε να γράψω λίγο αργότερα λαϊκά τραγούδια(πάντα όμως κατά καταγγελία-αφού πρώτα άκουγα τη μουσική), ήταν ο Γιοβάν Τσαούς. Μεγάλωσα μέσα στο σπίτι του και του διόρθωνα στίχους, μόνο και μόνο για να φάω. Μου στάθηκε σαν αληθινός πατέρας και ήταν ο μόνος που μου έλεγε ότι έχω πολύ μεγάλο ταλέντο στο στίχο. Οι μελωδίες του Γιοβάν Τσαούς ήταν κάτι το φανταστικό, ενώ ο τρόπος που εργαζόταν ήταν κάτι το εκπληκτικό. Πέταγε και αχρήστευε δεκάδες μουσικές, μέχρι να πετύχει εκείνη που ήθελε και η οποία θα πήγαινε απόλυτα στο στίχο. Όταν οι άλλοι αγωνιούσαν να γράψουν μια μελωδία, εκείνος αχρήστευε πενήντα, μέχρι να γράψει αυτήν, η οποία θα του έφτανε καλά στο αυτί. Ήταν μουσικός εκπληκτικός, με τεράστιες γνώσεις και ατελείωτες. Στην εργατικότητα δεν μπορεί να τον πλησίαζε άλλος συνθέτης. Μήνες ολόκληρους(ίσως και χρόνο) μπορούσε να εργάζεται για μια μελωδία. Και έπαιζε ένα περίεργο μπουζούκι, το οποίο είχε μιαν αλλόκοτη και διαφορετική ηχητική, και το οποίο έμοιαζε περισσότερο σάζι. Είχε κάνει ειδική παραγγελία, δικής του εμπνεύσεως.

Ήταν άνθρωπος καλοκάγαθος, ήσυχος σαν προβατάκι, περήφανος, απονήρευτος, μα πάρα πολύ ιδιότροπος. Είχε δικές τους απόψεις για πολλά πράγματα, οι οποίες του έκαναν κακό. Σπάνια άλλαζε γνώμη για κάτι που είχε αποφασίσει και ας έβλεπε, ότι δεν είναι προς το συμφέρον του. Τα περισσότερα από όσα τραγούδια έκαμε δίσκους, ήταν με στίχους χασικλίδικους. Ο ίδιος έλεγε γελώντας, ότι «τα τραγούδια μου μυρίζουν χασίσι». Ποτέ δεν είχε όμως σχέσεις με τεκέδες και χασίσια, αυτός ο άνθρωπος. Εγώ τον βοηθούσα και του διόρθωνα μερικές λέξεις, από στίχους που δεν του άρεσαν. Ήταν πολύ σχολαστικός στο στίχο, μέχρι σημείου που γινόταν εκνευριστικός. Κοντά του έμαθα πολλά πράγματα που αργότερα μου φάνηκαν χρήσιμα.

Ο Γιοβάν Τσαούς δεν έγραφε στίχους ο ίδιος καθόλου, παρά μόνον διόρθωνε ό,τι δεν του άρεσε ή ό,τι δεν πήγαινε στη μελωδία. Ο ίδιος δεν έγραψε τους στίχους ούτε ενός τραγουδιού του. Η γυναίκα του, η Αικατερίνη Χουρμούζη το γένος Καραγιώργη, έγραφε τους στίχους, και αυτό το γνωρίζω πολύ καλά, διότι κανείς δεν τον έζησε όσο εγώ. Η γυναίκα του δεν ήθελε, από προσωπικούς λόγους, να μαθευτεί ότι έγραφε στίχους-ίσως γιατί ήταν χασικλίδικοι. Μόνο ο Στελλάκης Περπινιάδης του έγραψε τους στίχους 2 ή 3 τραγουδιών(Πρόκειται για τα: «Η Βλάμισσα», «Η Ελένη η ζωντοχήρα», και «Ο γελασμένος») με όρο να τα τραγουδήσει ο ίδιος-όπως και έγινε. Και αυτός ήταν και ο λόγος που ο Γιοβάν Τσαούς άλλαξε ξαφνικά τραγουδιστή, γιατί μέχρι τότε είχε τον Αντώνη Καλυβόπουλο, ο οποίος ήταν στενός φίλος μου. Πήρε τραγουδιστή τον Στελλάκη, ο οποίος ήταν αναμφισβήτητα πολύ καλύτερος από τον Αντώνη, και με δεκάδες επιτυχίες από προηγούμενους δίσκους. Ο Στελλάκης είναι, αναμφισβήτητα, ο μεγαλύτερος λαϊκός τραγουδιστής, εκτός από τον Στράτο, ο οποίος είναι η κατεξοχήν ρεμπέτικη φωνή. Ο Στελλάκης όμως, είναι απ’ όλα.

Ο Καλυβόπουλος έκανε φρικτά παράπονα στο Γιοβάν Τσαούς γι’ αυτό το πράμα και καταφερόταν εναντίον του Στελλάκη, τον οποίον κατηγορούσε για αντισυναδελφικές ενέργειες. Γνωρίζω πολύ καλά αυτή τη λεπτομέρεια, διότι ήμουνα μάρτυς σε μια τέτοια σκηνή. Φυσικά ο Γιοβάν Τσαούς δεν άλλαξε γνώμη(εγώ το περίμενα αυτό), και συνέχισε τη συνεργασία του με τον Περπινιάδη.(Ο Τάσος Σχορέλης στη Ρεμπέτικη Ανθολογία αναφέρει οτι ο λόγος που σταμάτησε ο Καλυβόπουλος να τραγουδά ήταν η γυναίκα του: «Η γυναίκα του του έβαλε αποφασιστικά και μονοκόμματα τα ζήτημα. –Η σταματάς ή χωρίζουμε». Δεν νομίζω να έχει δίκιο ο Σχορέλης έπειτα από την μαρτυρία του Λελάκη, άλλωστε ο Καλυβόπουλος είχε ήδη τραγουδήσει 6 τραγούδια σε μια περίοδο 1 με 1/2 χρόνο, τότε δεν είχε πρόβλημα η γυναίκα του?) Αργότερα ο Αντώνης, που ήταν σπάνιος άνθρωπος σε χαρακτήρα και πολύ περήφανος, είπε πως ο Στελλάκης έπαθε τα ίδια από έναν άλλο τραγουδιστή, και από έναν άλλο συνθέτη, αλλά δε θυμάμαι ποιόν εννοούσε.(Εννοούσε τον Βαγγέλη Παπάζογλου, ο οποίος στα 1936, έδωσε ξαφνικά στον Γιώργο Κάβουρα και του τραγούδησε δυο τραγούδια, «Το παιδί του δρόμου», και «Ο ξεμάγκας». Μέχρι τότε αποκλειστικός ερμηνευτής των τραγουδιών του ήταν ο Στελλάκης Περπινιάδης.

Και σαν οργανοπαίκτης ο Γιοβάν Τσαούς ήταν πασίγνωστος και περιζήτητος εκείνη την εποχή. Πολύ σπάνια θα πήγαινε να εργαστεί σε μαγαζί και ακόμα πιο σπάνια θα πήγαινε να εκτελέσει σε δίσκους άλλων συναδέλφων του. Μόνο στα δικά του τραγούδια έπαιζε μπουζούκι και όταν πήγαινε για φωνοληψία, έπαιρνε συνεργάτες που τους διάλεγε αυστηρά ο ίδιος. Ήταν πολύ παράξενος άνθρωπος και να φανταστείς, ότι του έδιναν για αμοιβή ποσό, που δεν έπαιρνε άλλος οργανοπαίκτης ή συνθέτης. Αμοιβές ηγεμονικές, απλησίαστες από όλους τους άλλους, δυο και τρεις φορές μεγαλύτερες από κάθε άλλον καλλιτέχνη της εποχής. Ελάχιστες φορές είπε το ναι και έπαιξε σε τραγούδια άλλου συνθέτη.(Από ότι είναι γνωστό είχε παίξει στη θρυλική «Βαρβάρα» και στο «Εγώ θέλω πριγκιπέσσα», στην «Μαρίκα η Δασκάλα» του Παν. Τούντα).

Αργότερα σταματήσανε οι σχέσεις μας με τον Γιοβάν Τσαούς, γιατί αλλάξαμε σπίτια και οι δυο και χαθήκαμε. Δε βλεπόμαστε συχνά. Τον ξαναείδα μετά από χρόνια, λίγο πριν από τον πόλεμο του ’40. πέθανε στην Κατοχή, λίγο πριν πεθάνει, είχαμε ξαναγίνει γείτονες και είχαμε ξαναρχίσει σχέσεις. Δεν ξέρω ακριβώς από τι πέθανε, διότι απουσίαζα και το πληροφορήθηκα πολύ αργότερα. Άλλωστε ήταν η Κατοχή και κάθε επαφή ήταν δύσκολη, διότι ο καθείς ενοιάζετο για το πώς θα βρει το ψωμί. Ο Στελλάκης ο Περπινιάδης , που ήτο πολύ φίλος του και είχαν, μέχρι τελευταία, στενές σχέσεις, μου είπε, ύστερα από παρέλευση ετών, τους λόγους από τους οποίους πέθανε. Φυσικά δεν μπορώ να ξέρω κατά πόσο είναι σωστοί, αλλά τους άκουσα από στόμα υπεύθυνο. Μου είπε, ότι έφαγαν μαζί με τη γυναίκα του τρόφιμα(συγκεκριμένα μια παλαμίδα), τα οποία ήταν δηλητηριασμένα και πέθαναν και οι δυο τους μαζί, με διαφορά λίγης ώρας.