
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Τα κείμενα που ακολουθούν σ' αυτή την ενότητα σχετίζονται με την παράλληλη σειρά δημοσιεύσεων Βασική Μουσική Θεωρία, αλλά εδώ η προσέγγιση είναι κάπως διαφορετική και αφορά την κατανόηση θεωρητικών πτυχών από ανθρώπους που έχουν και πολλές μουσικές πρακτικές ικανότητες σαν τραγουδιστές/οργανοπαίκτες, αλλά και αρκετές χρήσιμες θεωρητικές γνώσεις, παρ' όλο που αυτές οι δεύτερες βρίσκονται σε κάπως "λανθάνουσα" κατάσταση.
Τέτοιου είδους άνθρωποι υπάρχουν πάρα πολύ μεταξύ των θαμώνων του Sealabs, π.χ.
Ένα πολύ απλό παράδειγμα: Όλοι σχεδόν οι πρακτικοί μουσικοί γνωρίζουν ότι η πρώτη χορδή του μπουζουκιού είναι η ΡΕ, η δεύτερη η ΛΑ και η τρίτη πάλι η ΡΕ. Αυτό για μένα είναι μία βαθειά θεωρητική γνώση είτε απόλυτα συνειδητή, είτε σε διάφορους βαθμούς "λανθάνουσας" κατάστασης, αλλά τι πρακτικά οφέλη μπορούν να εξαχθούν από αυτή τη γνώση? Θα φανεί στην πορεία.
Το ζήτημα για μένα σαν καθηγητή πάντα ήταν το πώς να εκμεταλλευτώ αυτές τις γνώσεις που ήξερα πως υπάρχουν στον κάθε μαθητή που δεν τον πολύ-ενδιέφερε η θεωρία και που απλά ήθελε να γίνει καλός παίκτης στο όργανό του. Εδώ το πρόβλημα γινόταν πιο δύσκολο και από τις σχετικές διατάξεις και περιοδικές εγκυκλίους του υπουργείου παιδείας που ήταν αρκετά απόλυτες και απαγορευτικές, τουλάχιστον για όλα τα εκπαιδευτικά ιδρύματα μουσικής που έτυχε να δουλεύω:
Η διδασκαλία της θεωρίας είναι υποχρεωτική, και μάλιστα με τελείως άκαμπτο και κοντόφθαλμο τρόπο, που σημαίνει ότι η διδακτέα ύλη και η διαδικασία διδασκαλίας είναι προκαθορισμένες και μάλιστα από ανεύθυνους, ημιμαθείς και ανεξέλεγκτους κηφήνες-υπαλλήλους του εν λόγω υπουργείου.
Οπότε, αντιμέτωπος με μια τέτοια κατάσταση, τι μπορεί να κάνει ένας ευσυνείδητος δάσκαλος?
Έχω συζητήσει το πρόβλημα αρκετές φορές με ανοιχτόμυαλους, και με στενόμυαλους συναδέλφους , αλλά και με σπουδαστές ωδείων, μουσικών γυμνασίων, ΤΕΙ, κ.λπ. και με κάποιο αίσθημα δικαίωσης παρατήρησα ότι και οι μεν και οι δε, είτε ηθελημένα, είτε αθέλητα και κόντρα στα πιστεύω τους, αδιαφορούσαν στο μέτρο του δυνατού για τις εγκυκλίους του υπουργείου και ανέπτυσσε ο καθένας τη δική του μέθοδο πρακτικής και θεωρητικής διδασκαλίας.
Με τον ίδιο τρόπο βάδισα κι' εγώ και στην Αθήνα και στην Κρήτη που έτυχε να δουλεύω σε διάφορα ωδεία. Ανέπτυξα τα δικά μου συστήματα και στην πρακτική καθοδήγηση και στη θεωρία. Το πρόβλημα εντός των ωδείων δεν ήταν πολύ οξύ γιατί εκεί οι μαθητές κάνουν συνήθως ότι τους λέει ο καθηγητής είτε το θέλουν είτε όχι, αλλά ήταν και είναι πολύ πιο δύσκολο εκτός ωδείων με τους ιδιαίτερους μαθητές. Εδώ, και λόγω της φύσης και του ρεπερτορίου των οργάνων που συνήθως δίδασκα (κυρίως κιθάρα και μπουζούκι, και εφαρμογές σε παραδοσιακή και λαϊκή μουσική), αλλά και λόγω της υπόστασης και των κινήτρων των μαθητών, τα βρήκα μπαστούνια στην αρχή και κυρίως στη διδασκαλία της θεωρίας.
Και εξηγώ:
Οι περισσότεροι εκτός ωδείων μαθητές (και είχα πάρα πολλούς σ' αυτή την κατηγορία)ανήκουν στην κατηγορία του "χομπίστα", δηλαδή σπουδάζουν ένα όργανο από χόμπι, ή ακόμα πιο βαθειά και ευπροσήγορα, από βαθύ και ειλικρινές μεράκι. Αυτούς τους μερακλήδες ανθρώπους τους αγάπησα ιδιαίτερα και είμαι ακόμα φίλος με τους περισσότερους απ' αυτούς και με βάση τη διδασκαλία μου προς αυτούς τους μαθητές ανέπτυξα τις διάφορες τεχνικές διδασκαλίας που θα εκθέσω εν καιρώ στην παρούσα ενότητα.
Ένα από τα πρώτα προβλήματα που παρουσιάστηκε στον εξωσχολικό τομέα των χομπιστών ήταν η εξής αντινομία: Στο μπουζούκι ή στην κιθάρα για παράδειγμα, από τη μία πλευρά κάποιος επιθυμεί να γίνει γρήγορα καλός στο όργανό του χωρίς να παραζαλιστεί με θεωρητικά ζητήματα και από την άλλη απαιτεί μία όσο γίνεται βαθύτερη κατανόηση του τονικού και τροπικού συστήματος και των "δρόμων" που ακουστικά παρατηρεί πως είναι σε δράση μέσα στο ρεπερτόριο που διδάσκεται.
Ερώτηση: Πώς γίνεται αυτό?
Τίμια απάντηση: Απλά δεν γίνεται, αλλά είναι δυνατόν να βρεθεί μία απλουστευμένη λύση, μέχρι το βαθμό του δυνατού και πάντα δια μέσου του οργάνου που σπουδάζει κάποιος.
Αυτή είναι ακόμα η άποψη και προσέγγιση που παίρνω για όλα τα ζητήματα πρακτικής και θεωρητικής διδασκαλίας και εντός ωδείων και εκτός, και για χομπίστες, αλλά σε πολλές περιπτώσεις και για μαθητές που προσανατολίζονται επαγγελματικά προς τη μουσική.
Το διδακτικό υλικό που ανέπτυξα μέσα σε πολλά χρόνια διδασκαλίας και στην Ελλάδα και στην Αγγλία χρωστά την ύπαρξή του στους μαθητές και στις εκάστοτε ανάγκες τους και παρ' όλο που είναι ακόμα σε αρκετά ανοργάνωτη μορφή, (αυτό είναι τελείως δικό μου ζήτημα), δεν φαίνεται για την ώρα να παρουσιάζει δυσκολία επιλογής ενός οποιουδήποτε μέρους του για ένα ζητούμενο μάθημα, ή για μία προσιτή απάντηση σε μία οποιαδήποτε ερώτηση που αφορά πρακτικό ή θεωρητικό ζήτημα εκμάθησης.
Λόγω του ότι γεννήθηκε/γεννάται εν τη πράξη και με αρκετό πειραματισμό πάνω σε πολλά όργανα που διδάσκω, και λόγω του ότι αρκετοί δάσκαλοι άλλων οργάνων/φωνών έχουν εφαρμόσει κατά καιρούς παρόμοιες τακτικές στα όργανα που έχουν διδάξει ή διδάσκουν (και 2-3 σε συνεννόηση με μένα), έδωσα τον τίτλο "Παν-μέθοδος" σε όλο αυτό το "ανοργάνωτο" διδακτικό υλικό, γιατί το περιεχόμενό του φιλοδοξεί να αναφέρεται σε όλα τα μουσικά όργανα και σε όλα τα θεωρητικά προβλήματα και στους τρόπους που απαντήσεις μπορούν να εξάγονται σε τέτοια ερωτήματα με πρακτική αναζήτηση στο εκάστοτε μουσικό όργανο.
Τελειώνω αυτά τα προλεγόμενα με μία βασική υπενθύμιση:
Για τον έλληνα πρακτικό σπουδαστή της μουσικής που έχει και κάποιες θεωρητικές ανησυχίες και αναζητά γνώση, η κατάσταση είναι πολύ πιο βαρειά από ότι για τον μέσο δυτικό-ευρωπαίο σπουδαστή. Αυτό συμβαίνει γιατί η δυτική μουσική παράδοση (κλασική και λαϊκή) συγκροτεί μία ενιαία και πολύ ανεπτυγμένη μουσική γλώσσα και πέρα από αυτήν ο δυτικό-ευρωπαίος σπουδαστής δεν χρειάζεται να γνωρίζει άλλη αν δεν το επιθυμεί. Σε αντίθεση ο έλληνας σπουδαστής πρέπει να είναι μουσικά δίγλωσσος σε τελική συνάρτηση, (όπως οι πιο πολλοί από μας είμαστε στην καθημερινότητα και σε μιά άλλη γλώσσα εκτός απ' τα ελληνικά), γιατί είναι κληρονόμος και του δυτικού και του ανατολικού μουσικού πολιτισμού που και οι δύο αναπτύχθηκαν πάνω στις βάσεις του αρχαίου ελληνικού συστήματος.