
- ....... , κυρά μου, είπε ο ........... , τραγούδησέ μας, να σε χαρώ, ένα κερκέζικο, να ξεχάσουμε τα βάσανα του κόσμου. Δυό άντρες είμαστε εδώ, λυπήσου μας.
Κακάρισε η .......... σαν πέρδικα. Ακούμπησε το μπουζούκι στα γόνατά της, βάρεσε μερικές άγριες κοντυλιές, ανασήκωσε το λαιμό.
- Τί θα μας τραγουδήσεις, κυρά μου; ρώτησε ευτυχισμένος ο ........
- Ότι θέλω, αποκρίθηκε αυτή.
Ζωντάνεψε το μπουζούκι, κουνήθηκε μέσα στο μεσόφωτο σα θεριό, αναχούμισε τον αγέρα. Κι’ ολομεμιάς, από τον ανάγερτο λαιμό, τινάχτηκε συντριβάνι από το σπλάχνο της γης, η φωνή της γυναίκας.
Κάμποσην ώρα κανένας δε μιλούσε. Τέλος η ......... κουνήθηκε, χάϊδεψε το μπουζούκι απάνω στα γόνατά της.
- Ήταν ένα παλιό κερκέζικο τραγούδι, είπε` το τραγουδούν οι άντρες όταν καβαλούν τ’ αλόγατα και κινούν για τον πόλεμο.
Άρπαξε την ............... από το μπράτσο, την τράνταξε μανιασμένος.
- Ανέβα στον οντά! της φώναξε.
- Μπορείς; ξανάκανε αυτή και τα μάγουλά της έκαιγαν` μπορείς; μπορείς;
- Ανέβα στον οντά! ξαναπρόσταξε ο .......... κι άρπαξε το μπουζούκι και τό’ καμε χίλια κομμάτια στον τοίχο.
Η .......... ξερογέλασε με καταφρόνια:
- Αυτό δα το μπορείς, να σπασεις το μπουζούκι, αυτό δα το μπορείς, .........!