γλωσσάριο
Η παρακάτω λίστα περιέχει λέξεις που χρησιμοποιούνταν στα ρεμπέτικα τραγούδια και οι οποίες δεν είναι συνηθισμένες στη σημερινή καθομιλουμένη.
Α
- Ανθίζουμαι - αντιλαμβάνομαι.
- Αντάμης - παλικάρι, άντρας. Και το επίθετο αντάμικο σε ουδέτερο γένος συνήθως και πάντα για άψυχα αντικείμενα.
- Αργιλές η ναργιλές - σκεύος , συνήθως γυάλινο, ενίοτε χρήσιμο και για το φουμάρισμα χασισιού.<ref name="Σχορέλης_Α">Τάσος Σχορέλης - «Ανθολογία ρεμπέτικου τραγουδιού» (Τόμος Α') (Εκδόσεις Πλέθρον, 1977)</ref> Βασικό και πάγιο "καύσιμο" του ναργιλέ ο καπνός σε μορφή τουμπεκί Πρότυπο:Πηγή
- Ατσίδα - Έξυπνος, οξυδερκής
Β
- Βαρύς - Σοβαρός
- Βούρ! - Επιφώνημα ενθαρρυντικό
Γ
- Γιατάκι - Κρεββάτι, κρησφύγετο
- Γιατρός - Το ποσό της δωροδοκίας
- Γκότης - Χωροφύλακας, φρουρός, νυχτοφύλακας
- Γουργούς - Ναργιλές
Δ
- Δάσκαλος - Αστυνομικός
- Δικηγόρος - Κοκκαΐνη
- Διπλωτής - Ο ένας από τους δύο μανιταρτζήδες (βλέπε Μανιτάρι)
Ε
Ζ
- ζούλα – λαθραία, χωρίς να αντιληφθεί κάποιος τρίτος, ύπουλα<ref name="Σχορέλης_Α"/>
Η
Θ
- Θανάσης - Ναργιλές
- Θεριακλής - Μανιώδης καπνιστής ή χασισομανής κλπ.
Ι
Κ
- Καρδερίνα - Επιφώνημα: φυλάξου
- Καρσιλαμάς - Είδος λαϊκού χορού. Μτφ Είδος κλεψιάς: Ο κλέφτης συναντά απότομα το θύμα του, προσποιείται ότι χάνει το βήμα του πότε αριστερά, πότε δεξιά φροντίζοντας να συμπέφτει το παραστράτημα με τα βήματα του θύματος, ενώ ο συνεργάτης του κλέφτη επωφελείται και αδειάζει τις τσέπες του θύματος.
- Καρσιλαματζής - Ο επιδιδόμενος στον καρσιλαμά
- Καρφώνω - Προδίνω, σπιουνεύω.
- Κατσάρια - Παπούτσια κομμένα για να αντικαταστήσουν τις παντόφλες.
- Κατώγα - Κρατητήριο
- Κογιονάρω - Κοροϊδεύω, παραπλανώ, εξαπατώ
- Κοζάρω - Κοιτάζω
- Κούκος - Νυχτοφύλακας
- Κουκουβάγια - Νυχτοφύλακας
- Κουσουμάρω - Επιδεικνύω? μοστράρω? χρησιμοποιώ? χειρίζομαι?
Λ
- Λαδιατζής - Κατεργάρης
- Λάχανο - Πορτοφόλι, και λαχανάδες οι πορτοφολάδες.
- Λιάρα - Κουβέρτα
- Λιμοκοντόρος - 1.Μονόδραχμο 2.Ο κόντες του λιμού, δηλαδή αυτός που ενώ δεν έχει να φάει προσέχει την εμφάνισή του και συμπεριφέρεται σαν να έχει χρήματα ή/και ως μάγκας.Πρότυπο:Πηγή
- Λιούρα - Λίρα
- Λιμά - Τα μικρά χαρτιά στο πόκερ με τα οποία δεν κερδίζεις Πρότυπο:Πηγή
Μ
- Μαχμουρλής - (τουρκ. mahmur) Αγουροξυπνημένος, δίχως κέφι, που δεν κάπνισε ακόμη.
- Μανίτα - Απάτη, παγίδα
- Μανιτάρι - Είδος κλεψιάς, όπου ο μανιταρτζής αφήνει να του πέσει το πορτοφόλι για να το βρει το κορόιδο. Μ' αυτό τομ τρόπο, ξεμοναχιάζεται το θύμα από τον συνεργάτη του μανιταρτζή.
- Μάπας - Ο αργιλές
- Μάπες - Τα χρυσαφικά
- Μαυρομύτα - Πέννα
- Μαύρο ή μαυράκι - το χασίσι<ref name="Σχορέλης_Α"/>
- Μαύρος - Ο αστυνομικός
- Μελάνη - Στάχτη στα μάτια, παραπλάνηση.
- Μπατιρίζω – Χάνω τα λεφτά μου, καταστρέφομαι<ref name="Σχορέλης_Α"/>
- Μπαγιόκο - Κομπόδεμα
- Μπιρ Αλλάχ – ζήτω ο Αλλάχ, δόξα στον Αλλάχ<ref name="Σχορέλης_Α"/>
- Μπουφετζης – αυτός που εξυπηρετεί τους πελάτες του «μπουφέ», εκεί που προσφέρονται ναρκωτικά και ποτά<ref name="Σχορέλης_Α"/>
Ν
- νταλγκαδάκι – στεναχώρια από ερωτική απογοήτευση<ref name="Σχορέλης_Α"/>
- νταλγκάς – (τουρκ. dalga =κύμα, τρικλοποδιά) ερωτικός καημός<ref name="Σχορέλης_Α"/>
- ντουμάνι – ασφυκτική ατμόσφαιρα από καπνούς<ref name="Σχορέλης_Α"/>
Ξ
Ο
Π
- πολιτσμάνοι ή μολυσμάνοι - αστυνομικοί, αστυφύλακες<ref name="Σχορέλης_Α"/>
Ρ
- ρεφάρω – ισοφαρίζω, παίρνω πίσω τα χαμένα. Λύνω τα οικονομικά μου προβλήματα<ref name="Σχορέλης_Α"/>
Σ
- Σαλτάρω – πηδάω<ref name="Σχορέλης_Α"/>
- Σκαλέτα - ?? (Στον 'Αμερικάνο' του Σκαρβέλη - "Στη ζούλα κι η σκαλέτα" )
- Σουπιά - Χαφιές
- Σπαγγάνι - κλωνάρι, κομμάτι<ref name="Σχορέλης_Α"/>
- Σώτος - αυτός που κερδίζει στα τυχερά παιχνίδια (αντ. τέρτσος) {προφορική λαϊκή παράδοση)
Τ
- τεκές η ντεκές – (τουρκ. tekke ισλαμικό μοναστήρι) τόπος που καπνίζουν χασίσι η παίρνουν διάφορα ναρκωτικά<ref name="Σχορέλης_Α"/>
- τέρτσος - αυτός που χάνει στα τυχερά παιχνίδια (αντ. σώτος) {προφορική λαϊκή παράδοση}
- τζες – κάποιος που δεν εκτιμούμε η δεν υπολογίζουμε, π.χ. ο τζες σου, φυλαχτείτε απ’ τους τζέδες (αστυνομικούς ή τους ρουφιάνους)<ref name="Σχορέλης_Α"/>
- τζιμάνι - από το g-man (government man), o έχων εσωτερική πληροφόρηση. Αργότερα πήρε θετική σημασία και χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιος είναι καλός πχ. παιδί τζιμάνι=καλό παιδί Πρότυπο:Πηγή
- τουμπεκί - καπνός επεξεργασμένος για κάπνισμα με ναργιλέ Πρότυπο:Πηγή
- τσαρδί - το σπιτικό, το κατάλυμα Πρότυπο:Πηγή
- τσίλια - η δουλειά του τσιλιαδόρου<ref name="Σχορέλης_Α"/>
- τσιλιαδόρος - σκοπός, φρουρός, κάποιος που προσέχει για να ειδοποιήσει στην κατάλληλη στιγμή <ref name="Σχορέλης_Α"/>
Υ
Φ
- Φουμάρω ή φουμέρνω - καπνίζω <ref name="Σχορέλης_Α"/>
Χ
Ψ
Ω
Παραπομπές
<references/>
Πηγές
- Τάσος Σχορέλης - «Ανθολογία ρεμπέτικου τραγουδιού» (Τόμος Α') (Εκδόσεις Πλέθρον, 1977)
- Πέτρος Πικρός - «Τουμπεκί» (Πρώτη έκδοση 1927)