γλωσσάριο

Από στίχοι
Αναθεώρηση ως προς 00:00, 1 Ιανουαρίου 1970 από τον Max (συζήτηση | συνεισφορές)
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Η παρακάτω λίστα περιέχει λέξεις που χρησιμοποιούνταν στα ρεμπέτικα τραγούδια και οι οποίες δεν είναι συνηθισμένες στη σημερινή καθομιλουμένη.

Α

  • Ανθίζουμαι - αντιλαμβάνομαι.
  • Αντάμης - παλικάρι, άντρας. Και το επίθετο αντάμικο σε ουδέτερο γένος συνήθως και πάντα για άψυχα αντικείμενα.
  • Αργιλές η ναργιλές - σκεύος , συνήθως γυάλινο, χρήσιμο για το φουμάρισμα χασισιού.<ref name="Σχορέλης_Α">Τάσος Σχορέλης - «Ανθολογία ρεμπέτικου τραγουδιού» (Τόμος Α') (Εκδόσεις Πλέθρον, 1977)</ref>
  • Ατσίδα - Έξυπνος, οξυδερκής

Β

  • Βαρύς - Σοβαρός
  • Βούρ! - Επιφώνημα ενθαρρυντικό

Γ

  • Γιατάκι - Κρεββάτι, κρησφύγετο
  • Γιατρός - Το ποσό της δωροδοκίας
  • Γκότης - Χωροφύλακας, φρουρός, νυχτοφύλακας
  • Γουργούς - Ναργιλές

Δ

  • Δάσκαλος - Αστυνομικός
  • Δικηγόρος - Κοκκαΐνη
  • Διπλωτής - Ο ένας από τους δύο μανιταρτζήδες (βλέπε Μανιτάρι)

Ε

Ζ

Η

Θ

  • Θανάσης - Ναργιλές
  • Θεριακλής - Μανιώδης καπνιστής ή χασισομανής κλπ.

Ι

Κ

  • Καρδερίνα - Επιφώνημα: φυλάξου
  • Καρσιλαμάς - Είδος κλεψιάς: Ο κλέφτης συναντά απότομα το θύμα του, προσποιείται ότι χάνει το βήμα του πότε αριστερά, πότε δεξιά φροντίζοντας να συμπέφτει το παραστράτημα με τα βήματα του θύματος, ενώ ο συνεργάτης του κλέφτη επωφελείται και αδειάζει τις τσέπες του θύματος.
  • Καρσιλαματζής - Ο επιδιδόμενος στον καρσιλαμά
  • Καρφώνω - Προδίνω, σπιουνεύω.
  • Κατσάρια - Παπούτσια κομμένα για να αντικαταστήσουν τις παντόφλες.
  • Κατώγα - Κρατητήριο
  • Κογιονάρω - ??
  • Κοζάρω - Κοιτάζω
  • Κούκος - Νυχτοφύλακας
  • Κουκουβάγια - Νυχτοφύλακας

Λ

  • Λαδιατζής - Κατεργάρης
  • Λάχανο - Πορτοφόλι, και λαχανάδες οι πορτοφολάδες.
  • Λιάρα - Κουβέρτα
  • Λιμοκοντόρος - Μονόδραχμο
  • Λιούρα - Λίρα

Μ

  • Μαχμουρλής - (τουρκ. mahmur) Αγουροξυπνημένος, δίχως κέφι, που δεν κάπνισε ακόμη.
  • Μανίτα - Απάτη, παγίδα
  • Μανιτάρι - Είδος κλεψιάς, όπου ο μανιταρτζής αφήνει να του πέσει το πορτοφόλι για να το βρει το κορόιδο. Μ' αυτό τομ τρόπο, ξεμοναχιάζεται το θύμα από τον συνεργάτη του μανιταρτζή.
  • Μάπας - Ο αργιλές
  • Μάπες - Τα χρυσαφικά
  • Μαυρομύτα - Πέννα
  • Μαύρος - Ο αστυνομικός
  • Μελάνη - Στάχτη στα μάτια, παραπλάνηση.
  • Μπατιρίζω – Χάνω τα λεφτά μου, καταστρέφομαι<ref name="Σχορέλης_Α"/>
  • Μπαγιόκο - Κομπόδεμα
  • Μπιρ Αλλάχ – ζήτω ο Αλλάχ, δόξα στον Αλλάχ
  • Μπουφετζης – αυτός που εξυπηρετεί τους πελάτες του «μπουφέ», εκεί που προσφέρονται ναρκωτικά και ποτά

Ν

  • νταλγκαδάκι – στεναχώρια από ερωτική απογοήτευση
  • νταλγκάς – (τουρκ. dalga =κύμα, τρικλοποδιά) ερωτικός καημός

Ξ

Ο

Π

Ρ

  • ρεφάρω – ισοφαρίζω, παίρνω πίσω τα χαμένα. Λύνω τα οικονομικά μου προβλήματα

Σ

  • Σαλτάρω – πηδάω
  • Σκαλέτα - ?? (Στον 'Αμερικάνο' του Σκαρβέλη - "Στη ζούλα κι η σκαλέτα" )
  • Σουπιά - Χαφιές

Τ

  • τεκές η ντεκές – (τουρκ. tekke ισλαμικό μοναστήρι) τόπος που καπνίζουν χασίσι η παίρνουν διάφορα ναρκωτικά
  • Τέρτσος - ?? ("και πάντα τέρτσος έβγαινε όπου κι αν εποντάρη" - Αμερικάνος του Σκαρβέλη)

Υ

Φ

Χ

Ψ

Ω

Παραπομπές

<references/>

Πηγές

  • Τάσος Σχορέλης - «Ανθολογία ρεμπέτικου τραγουδιού» (Τόμος Α') (Εκδόσεις Πλέθρον, 1977)
  • Πέτρος Πικρός - «Τουμπεκί» (Πρώτη έκδοση 1927)