Μάρκος ο Συριανός
Περνώ με κοιτούνε κι όπου κάτσω με κερνούνε στον τεκέ και στην ταβέρνα νταλκαδιάζουνται με μένα.
Κάτσε Μάρκο μου φωνάζουν κι στα μάτια με κοιτάζουν κι όσοι έχουνε σεβντάδες εγώ τους βάζω σε νταλκάδες.
Το κεφάλι κάτω, το ποτήρι μου γεμάτο. Αργιλέ κρασί και μπύρα - γεια σου Μάρκο από τη Σύρα!
Και έτσι όλοι πια μου λένε μερικούς κάνω και κλαίνε σαν χτυπώ διπλοπενιές που ραΐζουνε καρδιές.