Το γεροντάκι (Τούντα)
Όταν θες να παντρευτώ, άκου μάνα μ’ να σου ειπώ,
δεν τον θέλω εγώ τον νιό, μάνα μου, να σε χαρώ.
[Θέλω άντρα γεροντάκι, με κοντό, ψαρό μουστάκι,
να μη βάφει τα μαλλιά κι ας φοράει και γυαλιά.]]
Ξέρει και μιλάει γλυκά, όλο λόγια ερωτικά
κι έτσι, μάνα μ’ δεν μπορώ, γεροντάκι θέλω ‘γώ.
[Γεροντάκι κοτσανάτο, όλο έρωτα γιομάτο,
γεροντάκι με καρδιά, όλο τέχνη και φωτιά.]]
Τέτοιον άντρα έχω βρει, μάνα μ’ να με παντρευτεί
και θα την περνώ καλά, μες στα χάδια τα πολλά.
[Γιατί αυτός, μάνα μου, ξέρει, πιο γλυκά να με χαϊδεύει,
απ’ τους νέους πιο καλά, γιατί ξέρει πιο πολλά.]]