Ο κυνηγός κι η πέρδικα
‘Νας κυνηγός κι αμάν, αμάν, αμάν,
[‘νας κυνηγός κυνήγαγε,]] σαράντα πέντε μέρες.
Εδίψασε κι αμάν, αμάν, αμάν,
[εδίψασ’ ο κακόμοιρος,]] για μια σταλιά νεράκι.
Στον δρόμο, ω κι αμάν, αμάν, αμάν,
[στον δρόμο όπου πήγαινε,]] στον δρόμο που πηγαίνει.
Ακούει μιας πε- κι αμάν, αμάν, αμάν,
[ακούει μιας πέρδικας λαλιά,]] μιας πετροκηλαηδούσας.
Μη με σκοτώ- κι αμάν, αμάν, αμάν,
[μη με σκοτώνεις, κυνηγέ]] κι εγώ νερό σου δίνω.