Ο αιχμάλωτος
Θέλω να ‘πώ τα πάθη μου, για την αιχμαλωσία,
‘κείνα που πέρασα παιδιά, μες στη Μικρά Ασία.
Αιχμάλωτο με πιάσανε , οι Τούρκοι και με πάνε,
[μ’ άλλους τρακόσιους από με’, στη Μαγνησά μας πάνε.]]
Εκεί που μας πηγαίνανε στον δρόμο μας χτυπούσαν,
μια μπακανότα ένανε τσ’ αγάδες μας πουλούσαν.
Και οι μισοί που μείναμε, σαν πρόβατα μας πάνε,
[μας λένε πως Γκιαούρηδες στη Μαγνησά να πάμε.]]
Στη Μαγνησά που φτάσαμε οι Μπέηδες προστάζουν,
με τη σειρά μας παίρνουνε και σαν τραγιά μας σφάζουν.
Δε θέλω πιότερα να πω, γιατί πολλά θυμίζουν
[και τα ματάκια σαν τρελός, με δάκρια γιομίζουν.]]