Κακούργα Ποδαριώτισσα
Στους Ποδαράδες έβαλα, σεβντά πολύ μεγάλο
[κι ένα μαράζι αγιάτρευτο, που δεν υπάρχει άλλο.]]
Αγάπησα ο δυστυχής, μια απ’ τους Ποδαράδες,
[που είναι πολύ έμορφη, -/αχ κι έχει πολλούς, παράδες.]]
Τα μάτια της σαν με κοιτούν, πληγώνουν την καρδιά μου,
[μ’ αυτ’ η κακούργα, δεν πονεί και τρώει, τα σωθικά μου.]]
Θα το ‘χει φαίνεται στον νου, να μην την αποκτήσω
και θα με κάνει η άπονη, -/αχ, να πάω ν’ αυτοκτονήσω.