Η Χρυσούλα
[Χρυσούλα με βαλάντωσες, Χρυσούλα μ’ έχεις κάψει, Χρυσούλα σβήσε την φωτιά, όπου μου ‘χεις ανάψει.]]
Πάρε νερό απ’ τα μάτια σου και νίψ’ το πρόσωπό σου,
που το χαϊδεύει ήσυχα, Χρυσούλα μ’ ο δικός σου.
Χρυσούλα βάσανο πικρό, με παίρνεις στο λαιμό σου,
όσο μου κάνεις τον βαρύ, μια μέρα, φως μου, πως μπορεί
να γίνω σύντροφός σου.