Εκατό δραχμές τη μέρα
Ωχ, αμάν, αμάν, εκατό δραχμές τη μέρα παίρνω τζιβαέρι μου,
[πες της μάνας σου πως θέλω, αμάν, αμάν, ωχ, να σε κάνω ταίρι μου]].
Ωχ, αμάν, αμάν, είμ’ εργάτης παινεμένος
όπως όλη η εργατιά
[και τεχνίτης προκομμένος αμάν, αμάν, ωχ, λεοντάρι στη δουλειά]].
Ωχ, αμάν, αμάν, θα σου χτίσω ένα σπίτι
γύρω με σκαλώματα,
[ν’ ανεβαίνεις να μου κάνεις αμάν, αμάν, ωχ, σκέρτσα και καμώματα]].
Ωχ, αμάν, αμάν, θα σου παίζω το βιολάκι
από κατ΄ απ’ την αυλή,
[να σου λέω τραγουδάκια αμάν, αμάν, ωχ, να βαστούν ως το πρωί]].
Θα σου τηγανίζω ψάρια με παντζάρια σκορδαλιά,
[θα γλεντούμε όλα τα βράδια, αμάν, αμάν, ωχ, με ρετσίνα και φιλιά]].