Κάτω απ' τα γεφύρια
Κάτω απ’ τα γεφύρια σαν βραδιάζει,
πέφτει ένας αλήτης και πλαγιάζει,
[από τη ζωή, ζωή κυνηγημένος,
μέσα στα κουρέ-, κουρέλια του χωμένος.]]
Ζούσε μέσα σε πλούτη και παλάτια,
μα τον ξεγελάσανε δυο μάτια,
[πήρε τον κατήφορο μοιραία
κι έχει την κατά-, κατάντια του παρέα.]]
Κάτω απ’ τα γεφύρια σαν κοιμάται,
μιαν αγάπη πάντοτε θυμάται,
[το γλυκό και ψεύτικο φιλί της
κι όλο σιγοκλαίει, κλαίει ο αλήτης.]] |