Εσήμανε μεσάνυχτα
Απλώνει η νύχτα, η σκοτεινή, τα πέπλα τα σταχτιά της
και έρημη σε μια γωνιά [κλαίει την καταντιά της.]]
Την γνώρισα σε μια γωνιά, μέσα στην αμαρτία,
μα ξαφνικά μου έφυγε [χωρίς καμιά αιτία.]]
Εσήμανε μεσάνυχτα και στα σβηστά τα φώτα,
κάνει το πεζοδρόμιο, [πουλιέται, όπως πρώτα.]]