Ένας αλήτης πέθανε
Ένας αλήτης πέθανε στου πάρκου την πλατεία,
μα ούτε μάτια εδάκρυσαν, ούτε καρδιές εράϊσαν.
R: Άραγε, άραγε, ποιος να ’ναι αιτία,
αχ, γιατί τόση κακία.
Για κάποιο παραστράτημα, για μια συκοφαντία,
οι φίλοι τον μισήσανε, οι πόρτες όλες κλείσανε.
R
Ένας αλήτης πέθανε εχτές αργά το δείλι,
ο Χάρος τον αγκάλιασε, εκεί που τον αντάμωσε.
Μεσ’ στου πά-, μεσ’ στου πάρκου την πλατεία
αχ, γιατί τόση κακία.