Σκοτείνιασε
Σκοτείνιασε κι ερημώσαν της Αθήνας τα στενά,
σκοτείνιασε κι εγώ μόνος περπατώ στα σκοτεινά.
Μα δεν μπορεί, κανείς να ξέρει τον καημό μου
κι όποιος με δει, ευθύς θα πει πως ειμ' εγώ παιδί του δρόμου.
Δυστύχησα και με δέρνουν τώρα όλοι οι καιροί,
δυστύχησα και μου κάναν τη ζωή τόσο πικρή.
Ως και αυτή η μοίρα μου με κατατρέχει
όπου σταθώ κι όπου βρεθώ φυσάει, χιονίζει ή θα βρέχει.
Σκοτείνιασε, το κορμί μου θέλει να ξεκουραστεί,
σκοτείνιασε, ας πεθάνω κάποια νύχτα σαν κι αυτή.
Κι όποιος βρεθεί για να με πάρει να με θάψει,
είμαι του δρόμου το παιδί κι αυτός μονάχα ας με κλάψει.