Το μώρο μου
- Ωωωωω! Παιδάκι μου ω! Κοιμήσου παιδάκι μου.
Τι να σου κάμω παιδάκι μου; Αχ! Θεέ μου
βαρέθηκα πια! Τι να το κάνω;
Έλα ύπνε πάρε μου το
και πάν’ το στους μπαχτσέδες
[και γέμισε τους κόρφους του
λουλούδια, μενεξέδες.]x2
- Αααχ! Ααχ, νάνι! Τι να σου κάμω παιδάκι μου;
Κοιμήσου παιδάκι μου, τι να σου κάνω μωρό μου;
Τι πόνος ήτανε αυτό που τον έπιασε. Αχ! Θεέ μου!
Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά,
έλα και πάρε τούτο,
[μικρό-μικρό σου το ‘δωσα,
μεγάλο δώσε μου το.]x2
- Αχ! Αχ! Νάνι.
- Αχ! Πάλι δε θα μ’αφήσει να κοιμηθώ.
- Αχ! Σαν πολύ γρινιάρικο μου γένηκε. Θεέ μου πια!
- Βρε γυναίκα δεν αντέχω πια! Πως θα πάω πάλι στη δουλειά μου;
Να βρεις κάτι να πάψει αυτό το κλάμα,
γιατί μα την Ανάσταση θα το πετάξω στα σκουπίδια.
- Έλα Χριστέ και Παναγιά! Τι μου λες καλέ; Μωρό είναι.
Τι να το κάνω; Κάνας πόνος θα το ‘πιασε.
- Ωχ! Να τι θα πει πατέρας!
- Ωωωω, παιδάκι μου.
Ωωωω, να, να, να βυζάκι, να παιδάκι μου, να βυζάκι να, να,
να, να, να παιδάκι μου να, να, ω, ω, ω, να, να, να...