Καραγκούνα πάει να πλύνει
Κα- μωρέ καραγκού- καραγκούνα πάει να πλύνει
καραγκούνα πάει να πλύνει
κι ο βοριάς δεν την αφήνει.
Τα μωρέ τα ποτά- τα ποτάμια παγωμένα
τα ποτάμια παγωμένα
τα νερά κρυσταλλωμένα.
Α- μωρέ άστηνε, άστηνε βοριά να πλύνει
άστηνε βοριά να πλύνει
και νυφούλα θε' να γίνει.
Να μωρέ να τα πλυ- να τα πλύνει να τ' απλώσει
να τα πλύνει, να τ' απλώσει
να στεγνώσουν πριν νυχτώσει.
Πλε' μωρέ πλεν' την προι- πλεν' την προίκα που 'χει γνέσει
πλεν' την προίκα που 'χει γνέσει
στον καλό της για ν' αρέσει.