Ο κουμπαράς
Κάντε τόπο να περάσω,
πριν τα κάνω όλα γυαλί,
'γώ κανέναν πια δε λογαριάζω,
έχω πια- έχω πιάσει την καλή.
Όξω φτώχεια, μιλάει ο παράς,
ας είν' καλά, ας είν' καλά ο κουμπαράς.
Μια φορά ήμουνα κορόιδο,
και δεν είδα προκοπή,
μου τα τρώγαν όλα οι απ' έξω
και μ' αφή- και μ' αφήνανε ταπί.
Και γυρνούσα ρέστος, φουκαράς,
μασημέ- μασημένος κουμπαράς.
Απ' την αναπαραδιά μου
άραζα σε μια γωνιά
και δεν είχα, για να πα ν' ακούσω
στου Καρδά- στου Καρδάρα μια πενιά.
Τώρα όμως χτυπάει ο κουμπαράς,
είμαι φί- φίνος και παληκαράς.