γλωσσάριο
Η παρακάτω λίστα περιέχει λέξεις που χρησιμοποιούνταν στα ρεμπέτικα τραγούδια και οι οποίες δεν είναι συνηθισμένες στη σημερινή καθομιλουμένη.
Α
- αβάντα - Υποστήριξη, προστασία, πλεονέκτημα. Ο Καπετανάκης δίνει τις ερνημείες: α) η μονόπλευρος και μεροληπτική ενέργεια υπέρ τρίτου τινός β) το λαμβανόμενο ποσό δια την παροχήν εμμέσου παρανόμου βοηθείας. Και οι δύο αυτές σημασίες έχουν ξεπεραστεί σήμερα (12/1998). Ο μεροληπτικός και παράνομος χαρακτήρας της αβάντας έπαψε να θεωρείται αρνητικός και αντικοινωνικός. Αντίθετα θεωρείται και είναι ένα από τα βασικά βοηθήματα της κοινωνικής κινητικότητας και ένα από τα κύρια αντίδοτα ενάντια στη γραφειοκρατία και στον κρατικό παρεμβατισμό. Όσο για το λαμβανόμενο ποσό έναντι παροχής προστασίας ή πλεονεκτημάτων δεν ονομάζεται πια αβάντα. Παράδειγμα: Η κυβέρνηση έκανε αβάντες στον ηγούμενο με τη λίμνη και τον αρχαιολογικό χώρο και του τον μεταβίβασε άρτιο και οικοδομήσιμο. Αλλά από τις πολλές αβάντες ξεχαστήκανε και καήκαν όλα τα περίχωρα.<ref name="Παπαζαχαρίου">E. Παπαζαχαρίου ή Ζάχος - «Λεξικό της Ελληνικής Αργκό» ή «Λεξικό της Πιάτσας», Εκδόσεις Κάκτος, Β' Έκδοση, Δεκέμβριος 1998</ref>
- αβανταδόρικο - αντικείμενο που η ίδια η μορφή του ή η παρουσίασή του βοηθάει στην πώλησή του, βοηθάει αυτούς που το έχουν ή το χρησιμοποιούν.<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
- αβανταδόρος - (και αβαντατζής) Από το ρήμα αβαντάρω που σημαίνει υποστηρίζω, ευνοώ κάποιον ή κάτι, κάνω τον αβανταδόρο. Αυτός που κάνει αβάντα, που αβαντάρει (βοηθάει) κάποιον πωλητή υποκρινόμενος ότι είναι αγοραστής για να προσελκύσει με το παράδειγμά του κι άλλους αγοραστές. Αυτός που βοηθάει κάποιο χαρτοπαίχτη να κερδίσει τους συμπαίκτες του παίζοντας συνεννοημένο παιχνίδι μαζί του. Αυτός που παίζει με τα χρήματα της λέσχης της μπαρμπουτιέρας για να τραβήξει κι άλλους στο παιχνίδι.<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
- αβέρτα - Ομολογημένα, φανερά, ελεύθερα. Σήμερα σημαίνει συνεχώς. Από το ιταλικό a verta ή και το γαλλικό avertir=προειδοποιώ, καταγωγής από το λατινικό advertere=προκαλώ, προειδοποιώ τον αντίπαλο κατά τη διάρκεια του αγώνα. Προπολεμικά υπήρχε η έκφραση "αβέρτα μπάνκα"=με προειδοποίηση της κάσας, δηλαδή με ανοιχτά, με ομολογημένα, με φανερά χαρτιά. Η ίδια έκφραση λεγόταν και "αβέρτα μπάνκα και φόρα φανάρια" με την ίδια σημασία. Άλλη έκφραση "Ζούλα κι αβέρτα". Ο Καπετανάκης δίνει το παράδειγμα: Παίζατε ελέυθερα την Πρωτοχρονιά... Μάλλον όχι και μπιτ ελεύθερα... Τελευταία όμως το αβέρτα πέρα από τη σημασία φανερά, ομολογημένα, ελεύθερα πήρε και τη σημασία του "συνεχώς", γιατί ότι γίνεται φανερά και ελεύθερα γίνεται και λιγότερο σπάνια σε σχέση με κάτι που γίνεται στη ζούλα. Έτσι το αυτή ... αβέρτα σημαίνει ελεύθερα, ομολογημένα και συνεχώς. Τελευταία δημιουργήθηκε και η έκφραση "αβέρτα κουβέρτα" όπου η σημασία του "συνεχώς" είναι κυρίαρχη. Και ενώ η έκφραση αυτή πάρθηκε από τη ναυτική γλώσσα και έχει ως πρώτη σημασία το: με ελεύθερο κατάστρωμα, ο όρος κουβέρτα λειτουργεί μόνο ως ήχος λόγω της ομοιοκαταληξίας του με το αβέρτα. αβέρτος - ελευθερόστομος, ανοιχτόκαρδος, τολμηρός. αβερτοσύνη - η αψηφισιά, η τόλμη, το προκλητικό φέρσιμο. Ο Καπετανάκης δίνει το παράδειγμα: Γυρίζεις στην Ομόνοια φορτωμένος λαθραία. Τί αβερτοσύνες είναι αυτές;<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
- αγάντα - 1.Κουράγιο! Υπομονή! Άντεξε! Χαρακτηριστική χρησιμοποίηση της λέξης συναντούμε στην έκφραση των ιταλών κατακτητών στην κατοχή αποτεινόμενη στο Γερμανό στρατηγό Ρόμελ: Αγάντα Ρόμελ<ref name="Παπαζαχαρίου"/> Κατά την περίοδο της κατοχής η φράση αυτή λεγόταν και από τους μαυραγορίτες, οι οποίοι ευελπιστούσαν στη διατήρηση της ισχύος των γερμανικών στρατευμάτων και τη νίκ τους εις βάρος των συμμαχικών δυνάμεων προκειμένου να αυξήσουν τα "μαύρα" κέρδη τους<ref>Άρθρο του Ν. Μαραβέγια στο Βήμα στις 24/10/1999 Αριθμός Φύλλου 12737 Σελίδα: B03
Κωδικός άρθρου: B12737B031 ID: 211582 ηλεκτρονική διεύθυνση:ΤΟ ΒΗΜΑ</ref> 2. Από το ρήμα αγαντάρω: (λαϊκή έκφραση) (Ναυτική ορολογία) α) κρατώ, πιάνω, βαστώ κάτι β) υπομένω, κάνω κουράγιο. Πιο σύνηθες: αγάντα! ως προσταγή ή παρότρυνση α) κράτα, βάστα, πιάσε πχ. αγάντα το σκοινί β) (μεταφορικά) κάνε υπομονή κουράγιο πχ. αγάντα μέχρι να περάσουμε τα δύσκολα γ) (ως επίρρημα) με όλη τη δύναμη πχ. αγάντα τα κουπιά δ) (ως ουσιαστικό) πάσσαλος ή κρίκος πρόσδεσης πχ. δέσαμε τη βάρκα στις αγάντες<ref name="Μπαμπινιώτης">Γ. Μπαμπινιώτης - «Λεξικό της Νεας Ελληνικης Γλώσσας» Εκδόσεις «Κέντρο Λεξικολογίας» 2005, Β' Έκδοση, Β' Ανατύπωση</ref>
- αλάνης - αυτός που ζει χωρίς να σκέπτεται τίποτα, αυτός που ζει σύμφωνα με τις στιγμιαίες παρορμήσεις του .<ref name="Σχορέλης_Α">Τάσος Σχορέλης - «Ανθολογία ρεμπέτικου τραγουδιού» (Τόμος Α') (Εκδόσεις Πλέθρον, 1977)</ref>
- ανθίζομαι - Αντιλαμβάνομαι, μπαίνω στο νόημα, μυρίζομαι κάτι που πρόκειται να γίνει. Από την εικόνα του ατόμου που μυρίζει από μακριά το άρωμα κάποιου...άνθους. Υπάρχει οπωσδήποτε εδώ κάποια ανάμνηση της "γλώσσας των άνθεων, της κρυπτογραφικής γλώσσας των ερωτευμένων που συνεννοούνταν με λουλούδια και μπουκέτα λουλουδιών. Αυτό φαίνεται καλύτερα από το ρήμα ανθίζω που σημαίνει προειδοποιώ.<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
- ανθίζω - Προειδοποιώ, ειδοποιώ, δίνω σε κάποιον να καταλάβει, βοηθάω κάποιον να μπει στο νόημα<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
- αντάμης - (και ντάμης)Άντρας άψογος, παληκάρι με ανθρώπινα αισθήματα. Αντάμικο (και ντάμικο): αντικείμενο αυθεντικό και σπάνιο. Από το adam που σημαίνει άνθρωπος σε όλες τις ανατολικές γλώσσες και απ' το οποίο βγαίνει και ο Αδάμ της Βίβλου. Λάθος ο Καπετανάκης δίνει για τον αντάμη την ερνμηνεία του φίλου, λεβέντη, σοβαρού άντρα και στο ανταμιλίκι τη σημασία σοβαροπρέπεια, σοβαροφάνεια.<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
- ανταμιλίκι - (και ανταμλίκι και νταμιλίκι) Η αυθεντικότητα, η σπανιότητα.<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
- αργιλές η ναργιλές - 1. σκεύος , συνήθως γυάλινο, ενίοτε χρήσιμο και για το φουμάρισμα χασισιού.<ref name="Σχορέλης_Α">Τάσος Σχορέλης - «Ανθολογία ρεμπέτικου τραγουδιού» (Τόμος Α') (Εκδόσεις Πλέθρον, 1977)</ref> 2. Βασικό και πάγιο "καύσιμο" του ναργιλέ ο καπνός σε μορφή τουμπεκί Πρότυπο:Πηγή 3. Το γυάλινο δοχείο με σωλήνα και μαρκούτσι από το οποίο καπνίζουν ένα ή περισσότερα άτομα ταμπάκο ψιλοκομμένο μαζί με αρωματικά φυτά ή και με χασις, ο καπνός του οποίου περνάει από το φιλτράρισμα του νερού που περιέχει το δοχείο. Από την τούρκικη λέξη nargile που σημαίνει ινδική καρύδα, γιατί αρχικά η ξερή φλούδα της καρύδας χρησίμευε για το φιλτραρισμένο κάπνισμα.<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
- αρζάν - Το χρήμα, από το γαλλικό argent Πρότυπο:Πηγή
- ασίκης - Άντρας με περήφανη θωριά. Από το τούρκικο asik = λαϊκός βάρδος της υπαίθρου που τριγυρίζει από χωριό σε χωριό τραγουδώντας λαϊκές μπαλάντες και ραψωδίες με συνοδεία του saz (σάζι). Σαν χαρακτηρισμός είναι το άκρο άωτο του επαίνου των αρετών ενός άντρα: είναι μάγκας και ασίκης και ρεμπέτης και καραμπουζουκλής.<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
- ασικλής - Άντρας καλοβαλμένος σαν ασίκης. ασικλίδικο - αντικείμενο που ταιριάζει σε ασίκη πχ. ασικλήδικο μουστάκι = αρειμάνιο, καλοβαλμένο και καλοστριμμένο μουστάκι, ασικλήδικος καφές = ψημένος με προσεγμένες αναλογίες ασικλήκι - η ασίκίκη συμπεριφορά, το ασίκικο ύφος πχ. μας πουλάει ασικλήκι = θέλει να μας πείσει ότι είναι σωστός άντρας ενώ δεν είναι.<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
- ατσίδα - Έξυπνο, οξυδερκές, εύστροφο και ικανό άτομο<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
Β
- βαρύς - 1. Σοβαρός<ref name="Τουμπεκί">Πέτρος Πικρός - «Τουμπεκί» (Πρώτη έκδοση 1927)</ref> 2. Άντρας σκληρός, σοβαρός, αμίλητος και ασυγκίνητος. Από την επίσημη και βαριά ατμόσφαιρα που δημιουργεί η παρουσία ενός σοβαρού ατόμου με αδρά χαρακτηριστικά πχ. "Μας κάνει το βαρύ"=προσποιείται ότι η παρουσία μας δεν τον συγκινεί. Χρησιμοποιείται και η έκφραση "πολλά βαρύς" αντί για το πολύ βαρύς για τον άντρα και τον καφέ.<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
- βασανάκι - ο έρωτας, η ερωμένη. Από το ότι όλοι οι ερωτευμένοι βασανίζονται από τις ερωμένες τους πχ. απόψε πάω να δω το βασανάκι.<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
- βήχας - Κόβω το βήχα σε κάποιον: τρομάζω κάποιον, τον εντυπωσιάζω. Τον κάνω να κλείσει το στόμα του. Από την παρατήρηση του γεγονότος ότι ένας μεγάλος τρόμος σταματάει το βήχα και το λόξυγγα όσο επίμονοι κι αν είναι.<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
- βλάμης - Φίλος. Από το αρβανίτικο vla=αδερφοποιτός. Έχει και τη σημασία του μάγκα, γιατί ανάμεσα στους παλιούς αλβανόφωνους νταήδες είχε διατηρηθεί το υπαίθριο έθιμο της ανταλλαγής αίματος, της αδερφοποιτιάς.<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
- βούρ! - 1.Επιφώνημα ενθαρρυντικό<ref name="Τουμπεκί"/> 2.Όρμα του! Απάνω του! Βάλε μπρος! Προστακτικό επιφώνημα από τη γλώσσα των παλαιστών των πνηγυριών, των πεχλιβάνηδων. Από το τούρκικο vur=χτύπα.<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
- "βράσε ρύζι" - Τώρα όπως έγινε η υπόθεση δεν μπορεί να διορθωθεί. Από τη ρυζόσουπα της παρηγοριάς που τρώνε σε πολλά μέρη της Ελλάδας μετά την κηδεία. Ο Δαγκίτσης κακώς το εξηγεί από το: Αφού δεν πέτυχες το φαΐ, βράσε ρύζι για μη μείνουμε νηστικοί. Το ρύζι δεν ήταν κοινή τροφή ούτε στη γειτονιά, ούτε στο χωριό. Πιο ειρωνικά "Βράσε όρυζα"<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
Γ
- γαζί-"ψιλό γαζί" - Η μπροστά σε κοινό κοροϊδία ή ειρωνία ατόμου που δεν το καταλαβαίνει ότι το κοροϊδεύουν ή ότι το ειρωνεύονται. Από την εικόνα της ραπτομηχανής που ράβει με ψιλό γαζί, με λεπτή και ομοιόμορφη βελονιά. Παλαιότερα η λέξη και η έκφραση "ψιλό γαζί" δεν είχε κοροϊδευτική σημασία. Ο Καπετανάκης την ερμηνεύει: Ο έντεχνος τρόπος της μετά λεπτότητος πειστικής προσπάθειας. Και ο Δαγκίτσης της ερμηνεύει: έξυπνα λόγια παραπειστικά, έξυπνη κομπίνα πχ Τον δουλεύω ψιλό γαζί, τον πείθω, τον καταφέρνω, τον τυλίγω. Οι σημασίες αυτές ξεπεράστηκαν. Τώρα λέμε "έπιασε το ψιλό γαζί" και "τον δουλεύει ψιλό γαζί"=τον κοροϊδεύει.<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
- γεμάτα - (και γιομάτα) α) Τα παραποιημένα ζάρια β)"ρίχνει στα άδεια για να πιάσει στα γεμάτα"=μπλοφάρει. Εδώ το γεμάτα προέρχεται από τα γεμάτα φυσίγγια. Η έκφραση αναφέρεται στα παιδιά ή στους δραγάτες που έριχναν στα χωράφια άδεια από σκάγια φυσίγγια για να φοβίζουν τα πουλιά ή για να δημιουργήσουν στους κλέφτες την εντύπωση ότι έριχναν κανονικά φυσίγγια, γεμάτα. Λάθος ο Καπετανάκης λέει ότι η φράση σημαίνει στο ψαχνό, για καλά, καιρίως πχ του έριξε στα γεμάτα και τον σκότωσε. Η ερμηνεία είναι ολοφάνερη: του έριξε με γεμάτα φυσίγγια και τον σκότωσε.<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
- γεροξούρας - Ο νεάζον και χωρίς κύρος γέρος. Από το ότι παλαιότερα μόνο οι νέοι ξυρίζονταν και όταν οι γέροι ξυρίζονταν και αυτοί για να κάνουν τους νέους, έχαναν το κύρος που από παράδοση προσδίδουν τα γένια.<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
- γιαβουκλού - Αγαπητικός, αγαπητικιά. Καρδιοκατακτητής και νταής. Από το τούρκικο yavuklu που θα πει ερωτευμένος, ερωμένος. <ref name="Παπαζαχαρίου"/>
- γιατάκι - Κρεββάτι, κρησφύγετο, διαμονή, κατοικία. Από το τουρκικο yatak = κοίτη πχ. Έκαψε το γιατάκι του να μην τον φαν οι ψύλλοι = πήρε δραστικά παράλογες και πολύ περισσότερες από ό,τι χεριάζονταν προφυλάξεις για ένα μηδαμινό ή φανταστικό κίνδυνο.<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
- γιατρός - 1. Το ποσό της δωροδοκίας<ref name="Τουμπεκί"/> 2. α) αξιοπρεπής πελάτης χαρτοπαικτικής λέσχης β) γιατρε! = προσφώνηση σεβασμού προς ένα άτομο τετραπέρατο που δίνει λύσεις στα προβλήματα που τίθενται.<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
- γινάτι - έντονη και επίμονη επιθυμία. Από το τούρκικο yinat = πείσμα πχ Αυτουνού το γινάτι βγάζει μάτι. Το'χω γινάτι να σε παντρευτώ. Ας γίνει το γινάτι σου.<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
- γιοματάρι - Το βαρέλι το κρασί που μόλις ανοίγεται.<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
- γιουρούκος - Άγριος στην εμφάνιση και άξεστος στο φέρσιμο άντρας. Από την εικόνα των Γιουρούκων, ημινομάδων βλαχοποιημένων της Μικράς Ασίας. Εξου και γιουρούκικος.<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
- γκιουζέλ - Ενθουσιαστικό επιφώνημα μπρος σε μία όμορφη γυναίκα, ωραίο αντικείμενο, καλλιτεχνική δουλειά. Από το τούρκικο guzel (με διαλυτικά στο u) = ωραίο πχ. Η γκόμενα, πολύ γκιουζέλ.<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
- γκλάβα - Το κεφάλι ειρωνικά. Από την αρβανίτικη και σλάβικη λέξη glava = κεφάλι πχ. Βάλε τη γκλάβα σου κάτω. Δεν κατεβάζει η γκλάβα μου. Η φωνητική διάσταση της λέξης και η καταγωγή της από γλώσσες υπαιθρίων της έδωσε τη σημασία: χοντρό κεφάλι.<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
- γκόμενα - (ορθότερο: γκόμινα) α)η ερωμένη, η φιλενάδα β) η νέα γυνάικα γενικά γ) η σέξυ, η πολύ θηληκιά που επιδεικνύει τη θηλυκότητά της πχ Μας κάνει τη γκόμενα = παριστάνει την σέξυ, την πολύ θηλυκιά γυναίκα. Προπολεμική λέξη παρμένη από την αργεντίνικη μάρκα μιας λάκ από γομοκόλλα για τα μαλλιά, της Gomina που η χρήση της θεωρούνταν το άκρο άωτο της γυναικείας ομορφιάς και εισήχθη στη χώρα μας το 1935<ref name="Μπαμπινιώτης">Γ. Μπαμπινιώτης - «Λεξικό της Νεας Ελληνικης Γλώσσας» Εκδόσεις «Κέντρο Λεξικολογίας» 2005, Β' Έκδοση, Β' Ανατύπωση</ref>. Με τον πόλεμο η μάρκα αυτή χάθηκε, το γομάρισμα των μαλλιών πέρασε απ' τη μόδα, μια και ολόκληρη η μόδα υποχώρησε. Μόνο οι θεατρίνες και οι ελαφρές γυναίκες συνέχισαν να τη χρησιμοποιούν. Με άλλα λόγια οι γυναίκες που έκαναν περισσότερο για ερωμένες παρά για σύζυγοι. Έτσι η γκομιναρισμένη γυναίκα και κατά συγκοπή η γκόμινα κατάντησε να σημαίνει την ερωμένη. Και η λέξη πήρε κακή και χυδαία σημασία για τις συζύγους και σημασία απαγορευμένου καρπού για τους άντρες. Όμως στα παιδιά άρεσε πολύ η λέξη και η σημασία της γιατί προτιμούσαν τις ελεύθερες και όμορφες γυναίκες που έμοιαζαν περισσότερο με τις γυναίκες των προπολεμικών οικογενειακών φωτογραφιών, παρά με τις μανάδες και τις συζύγους του Μεταπολέμου, που είχαν παρουσιαστικό αφρόντιστο και ουδέτερο. Έτσι από τα παιδιά του σχολείου βγήκε η έκφραση "πας ανήρ (άντρας) μάγκας, πάσα γυνή γκόμενα, όπου το γκόμινα έγινε γκόμενα για περισσότερη ευκολία και μόνο οι μεγάλοι το πρόφεραν γκόμινα γιατί ήξεραν, αν όχι την παλιά του σημασία και καταγωγή, τουλάχιστον το ότι αυτή ήταν η παλαιότερη και η πιο σωστή μορφή της λέξης. Καθώς μεγάλωνε η μεταπολεμική γενιά των παιδιών το γκόμενα γενικεύτηκε για όλες τις ωραίες γυναίκες καιδημιουργήθηκε και το αρσενικό του: γκόμενος για τον ωραίο άντρα, τον εραστή.<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
- γκότης - Χωροφύλακας, φρουρός, νυχτοφύλακας.<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
- γουργούς - (και γουργούρης) Ναργιλές. Από τον ήχο που βγάζουν οι φυσαλίδες του καπνού περνώντας μέσα από το νερό του ναργιλέ.<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
Δ
- δάσκαλος - α) Αστυνόμος<ref name="Τουμπεκί"/>, ο κατά τόπους αστυνομικός υπέυθυνος της δίωξης. Από την έκφραση βρήκε το δάσκαλό του = υποτάχτηκε. Δηλαδή από την παραδοχή του γεγονότος ότι οι κακοποιοί και οι παράνομοι κάθονται φρόνινα μπροστά στον αστυνόμο όπως τα παιδιά του σχολείου μπροστά στο δάσκαλό τους. β) δάσκαλε! = ειρωνική επίκληση του ηθικολόγου και θεωρητικολόγου, του βαρετού και σοβαροφανούς ομιλητή. Το Άντε δάσκαλε! = πάψε να μας κάνεις το δάσκαλο ή το Γεια σου δάσκαλε! που λέγεται στο δρόμο διατηρεί την ενθύμιση του "Δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις! = δεν τηρείς ο ίδιος αυτά που συμβουλεύεις τους άλλους γ) δάσκαλε που δίδασκες! απομεινάρι της παραπάνω παροιμίας με ξεχασμένη αναφορά στο ευαγγελικό χωριό όπου οι Φαρισαίοι αποτείνονται στο Χριστό απολαώντας τον διδάσκαλο!<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
- δικηγόρος - Κοκκαΐνη<ref name="Τουμπεκί"/>
- διπλωτής - Ο ένας από τους δύο μανιταρτζήδες (βλέπε Μανιτάρι)<ref name="Τουμπεκί"/>
- δε δίνω δυάρα - Δεν με ενδιαφέρει και δεν κάνω την παραμικρή θυσία. Από τη δυάρα, την παλιά ονομασία του δίλεπτου που μαζί με το λεπτό, το ένα εκατοστό της δραχμής, αποτελούσαν τα πιο ευτελή νομίσματα<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
Ε
Ζ
- ζούλα – 1. λαθραία, χωρίς να αντιληφθεί κάποιος τρίτος, ύπουλα<ref name="Σχορέλης_Α"/> 2. α)η κρυψώνα β) το κρύψιμο και γ) η μυστικότητα. Παλαιότερα κυριαρχούσε η έκφραση στη ζούλα. Με τον καιρό χρησομοποιείται μόνο η λέξη ζούλα πχ. Σου πω ζούλα. Την καθάρισε ζούλα τη δουλειά.<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
- ζουλάρομαι - Κρύβομαι, εξαφανίζομαι<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
- ζουλάρω - Κρύβω, εξαφανίζω αντικείμενο, εμπόρευμα, κλοπιμαίο ή πληροφορίες για γεγονός που δεν πρέπει να μαθευτεί<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
- ζουλάτζης- α) Ο κλεπταποδόχος β) Το άτομο που δρα με μυστικότητα και που κανείς δεν ξέρει τις δουλειές του<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
Η
- ήλιος - η ηρωίνη<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
Θ
- Θανάσης - α) Ο ναργιλές του χασισιού συνθηματικά<ref name="Τουμπεκί"/>. Επειδή οι αστυνομικοί τον ήξεραν και κάνοντας έφοδο σε ντεκέ ρωτούσαν τους παριστάμενους που ήταν ο Θανάσης βγήκε η φράση "Ποιό Θανάση;" που εννοεί: "τί μου λες τώρα!" από την απάντηση των χασικλείδων που έκαναν τους ανίδεους έχοντας εξαφανίσει και το ναργιλέ και όλα τα ενοχοποιητικά στοιχεία β) είδος κουνκάν (παιχνίδι στα χαρτιά)<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
- θεριακλής - α) Το άτομο που έχει διάφορες μανίες β) ο μανιώδης καπνιστής. Από το τούρκικο teriakli που σημαίνει τον καπνιστή του οπίου και του ναργιλέ. Θεριακλίκι είναι η μανία για χρήση ιδιαίτερων καπνών και βοτάνων<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
Ι
Κ
- καλάρω - α) ανοίγομαι στο πέλαγος β) ξεκινάω<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
- καντάρι - Παλιά ζυγαριά του χεριού που κυριαρχούσε άλλοτε στην αγόρά. Από το τούρκικο kandar = ζυγαριά. Η λέξη καντάρι χρησιμοποιείται σε εκφράσεις που θέλουν να δείξουν βαθιά γνώση της αγοράς. Με τρώει στο καντάρι = με αδικεί. Από το επίτηδες λαθεμένο ζύγισμα του προϊόντος από τον πωλητή για να δώσει στον πελάτη λιγότερη ποσότητα έναντι των χρημάτων που αντιστοιχούν στη ποσότητα που ζήτησε ο αγοραστής.<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
- καντίνι, ντύθηκε στο καντίνι - ντύθηκε με πάρα πολύ μεγάλη φινέτσα. Από το καντίνι την πιο λεπτή χορδή των εγχόρδων οργάνων.<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
- καρδερίνα - Επιφώνημα: φυλάξου<ref name="Τουμπεκί"/>
- καρσιλαμάς - Είδος λαϊκού χορού. Μτφ Είδος κλεψιάς<ref name="Τουμπεκί"/>: Ο κλέφτης συναντά απότομα το θύμα του, προσποιείται ότι χάνει το βήμα του πότε αριστερά, πότε δεξιά φροντίζοντας να συμπέφτει το παραστράτημα με τα βήματα του θύματος, ενώ ο συνεργάτης του κλέφτη επωφελείται και αδειάζει τις τσέπες του θύματος.
- καρσιλαματζής - Ο επιδιδόμενος στον καρσιλαμά<ref name="Τουμπεκί"/>
- καρφώνω - Προδίνω, σπιουνεύω<ref name="Τουμπεκί"/>.
- κατσάρια - Παπούτσια κομμένα για να αντικαταστήσουν τις παντόφλες<ref name="Τουμπεκί"/>.
- κατώγα - Κρατητήριο
- κογιονάρω - Κοροϊδεύω, παραπλανώ, εξαπατώ
- κοζάρω - α) κοιτάζω προσεχτικά και ζυγίζω ένα πρόσωπο, μια κατάσταση. Από την έκφραση το ατόμου που μετράει τα κόζια στην πρέφα, στο σκαμπίλι ή στο εξήνταέξι και λογαριάζει που να τα ακουμπήσει β) κοζάρω τη γκόμενα = ζυγίζω τη γυναίκα που βρίσκεται αντίκρυ μου και λογαριάζω πώς θα της επιτεθώ.<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
- κόζι - α) η κοινωνική αξία, η κοινωνική θέση. Από την χαρτοπαιχτική γλώσσα που σημαίνει το δυνατό χαρτί στην πρέφα, στο σκαμπίλι ή στο εξήνταέξη. Από το γαλλικό cause sociale = κοινωνική θέση, απ' το οποίο η λέξη cause = αιτία πήρε και τη σημασία προϋπόθεση πχ. Αυτός είναι γερό κόζι = Είναι άτομο που μετράει στην κρατική υπαλληλία, στην πολιτική και γενικά στο κατεστημένο β)η προϋπόθεση επιτυχίας σε μια υπόθεση πχ. Έχει κόζι η δουλειά = έχει σοβαρή πιθανότητα επιτυχίας. Πήγα να δω τα κόζια και γ) το "έχει κόζι η δουλειά" έχει και τη σημασία: υπάρχει στην υπόθεση κάποιο παράθυρο που αν το εκμεταλλευτούμε μπορεί να μας οδηγήσει σε αποτελέσματα που δεν μπορούμε να τα καθορίσουμε για την ώρα.<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
- κοντραμπατζής - Το άτομο που ασκεί παράνομο εμπόριο ή ανταλλαγή. Κοντραμπάντο: α) παράνομο εμπόριο ή ανταλλαγή. Από το ιταλικό contrabando = λαθρεμπόριο β) γενικά η ανταλλαγή αντικειμένων απαγορευμένων από το νόμο ή που αποφεύγουν τη φορολογία.<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
- κόρτάκιας - ειρωνικά ο άντρας που ερωροτροπεί από συνήθεια. κορτάρω: α) ερωτοτροπώ β) καλοπιάνω γ) περιστοιχίζω, γυρίζω γύρω γύρω από άτομο ή αντικείμενο που το θέλω πολύ. κόρτε: Η ερωτοτροπία. Από το ιταλικό corte = η αυλή, η ακολουθία σημαίνοτος προσώπου.<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
- κούκος - Νυχτοφύλακας<ref name="Τουμπεκί"/>
- κουμαρτζής - Το άτομο που παίζει τυχερά παιχνίδια επαγγελματικά.<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
- κουκουβάγια - Νυχτοφύλακας<ref name="Τουμπεκί"/>
- κουρμπέτι - Η ξενιτιά. Από το τούρκικο curbet = ξενιτιά πχ. Εμένα θα μου πεις ρε τόσα χρόνια στο κουρμπέτι = σε μένα πας να εξηγήσεις πράγματα που τα έχω μάθει καλά τριγυρίζοντας επί χρόνια σε διάφορες πιάτσες έξω από τη βάση μου<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
- κουσουμάρω - α) Περιποιούμαι, προστατέυω, συμπαθώ, αγαπώ, φροντίζω πχ Αυτόν τον κουσουμάρουνε όλα τα θηλυκά β) δείχνω, επιδεικνύω, παρουσιάζω πχ Τον κουσουμάρει για γαμπρό του και γ) κρίνω, επιλέγω, λογαριάζω<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
- κουτσαβάκι - 1. α) άτομο που μιλάει τη μάγκικη γλώσσα και παίρνει μιλώντας την το ύφος το ύφος και τον τόνο των παλιών νταήδων της αγοράς της Σύρου και της Αθήνας β) η κακολογία των παλιών νταήδων, και αυτών που συνέχισαν την παράδοση του λαϊκού εθιμικού κώδικα της αγοράς και της πιάτσας, από την κατεστημένη αστική εξουσία και τους διανοούμενους που εξυηρετούσαν την πάνω σε ξένα πρότυπα κατασκευασμένη μορφωτική μας βιτρίνα, έκανε να ερμηνεύται στα λεξικά μας η λέξη κουτσαβάκι με τη σημασία ψευτοπαλικαράς. Η καταγωγή της λέξης παραμένει σκοτεινή. Ο Ηλίας Πετρόπουλος παραθέτει την ετυμολογία του Φαιδωνος Κουκουλέ από το κουρτσουβάκης = αυτός που φοράει κουρτσοβράκια, δηλαδή κοντβράκια, και την παραβάλλει με τη λέξη κουταβάκι, το σκυλάκι. Μάλλον η εξήγηγση του Κουκουλέ είναι η σωστή απ' όσα μας δείχνει η εικονογραφία που σωζεται για την αμφίεση των νταήδων με κοντές φουφούλες ως το γόνατο ή πάνω από το γόνατο.<ref name="Παπαζαχαρίου"/> 2. (λαϊκό) α) λαϊκός μάγκας των αρχών του αιώνα, κυρίως στην Αθήνα, με χαρακτηριστικό μουστάκι, ντύσιμο και τρόπο ομιλίας. Συνώνυμο: παλληκαράς, ψευτοπαλληκαράς, νταής, μάγκας. β) (ως χαρακτηρισμός) πρόσωπο που κάνει το μάγκα, που παριστάνει το παλληκάρι. Επίσης: κουτσαβάκης, κουτσαβάκικος και κουτσαβάκικα. Ετυμολογία: Επώνυμο Κουτσαβάκης, που το ντύσιμο και, κυρίως, το βάδισμά του έγινε αντικείμενο μιμήσεως από πολλούς σύγχρονούς του, αβέβαιου ετύμου, ίσως <κούτσαβος<αρχαίο κότταβος=παιχνίδι με κύβους. Μολονότι η αρχική σημασία δεν είναι δυνατό να προσδιοριστεί επακριβώς, είναι χαρακτηριστικό ότι η αρχαία λέξη κότταβος δημιουργήθηκε σε παράγωγα με περιπαικτική χρήση, όπως λ.χ. κοτταβίζω=κάνω εμετό, μεθυσο-κότταβος κ.ά. Η ετυμολογία της είναι αβέβαιη, αλλά πιθανώς να συνδέεται με τα ουσιαστικά κόττις=κεφαλή και κοτύλη=κοιλότητα<ref name="Μπαμπινιώτης"/>
- κούφιο - περίστροφο, γενικά όπλο<ref name="Σχορέλης_Α"/>
Λ
- λαδιατζής - Κατεργάρης<ref name="Τουμπεκί"/>
- λάχανο - Πορτοφόλι<ref name="Τουμπεκί"/>, και λαχανάδες οι πορτοφολάδες.
- λιάρα - Κουβέρτα
- λιμοκοντόρος - 1.Μονόδραχμο<ref name="Τουμπεκί"/> 2. (σκωπτικό) ο νέος που παρά την φτώχεια ή την πείνα του, ντύνεται και στολίζεται επιδεικτικά, προκειμένου να κάνει εντύπωση στους άλλους και ιδαίτερα στις νέες κοπέλες. Κυριολεκτικά είναι ο κόντες του λιμού, δηλαδή ο πεινασμένος κόμης <ref name="Μπαμπινιώτης">Γ. Μπαμπινιώτης - «Λεξικό της Νεας Ελληνικης Γλώσσας» Εκδόσεις «Κέντρο Λεξικολογίας» 2005, Β' Έκδοση, Β' Ανατύπωση</ref> 3. Απένταρος κομψευόμενος. Η λέξη φτιάχτηκε στο τέλος του περασμένου αιώνα όταν καταστράφηκε η παλιά αριστοκρατία και οι κόντηδες με τις Κωνσταντινοπολίτικες και επτανησιακές περγαμηνές ευγενείας γυρνούσαν λιμασμένοι με τα κομψά δυτικοαστικού τύπου ρούχα τους χωρίς οικονομικό αντίκρυσμα. <ref name="Παπαζαχαρίου"/>
- λιούρα - Λίρα<ref name="Τουμπεκί"/>
- λιμά - Τα άχρηστα και μη πειστικά λόγια, οι άχρηστες και χωρίς αξία πράξεις και χειρονομίες. Κυριολεκτικά είναι τα άχρηστα χαρτιά στο παιχνίδι της πρέφας {και του πόκερ} {προφορική λαϊκή παράδοση}. Δεν έχω κόζια για να σε χτυπήσω, μου πέσαν τα λιμά = Δεν έχω επιχειρήματα για να σε αντιμετωπίσω λόγω της αντικειμενικής τωρινής συγκυρίας. Μας έπιασε με τα λιμά = Τα επιχειρήματά του δεν είναι πειστικά. (αντίθετο: κόζια) <ref name="Παπαζαχαρίου"/>
Μ
- μανίτα - Απάτη, παγίδα<ref name="Τουμπεκί"/>
- μανιτάρι - Είδος κλεψιάς<ref name="Τουμπεκί"/>, όπου ο μανιταρτζής αφήνει να του πέσει το πορτοφόλι για να το βρει το κορόιδο. Μ' αυτό τον τρόπο, ξεμοναχιάζεται το θύμα από τον συνεργάτη του μανιταρτζή.
- μάπας - Ο αργιλές<ref name="Τουμπεκί"/>
- μάπες - 1. Τα χρυσαφικά<ref name="Τουμπεκί"/> 2. (ενικός) μάπα: α) ειρωνικά το πρόσωπο. Από το λατινικό (και ιταλικό) mappa = χάρτης και σφαιρικός χάρτης της υδρογείου ή χάρτης του ουρανού πχ. Για κοίταξε τη μάπα σου στον καθρέφτη β) το χαστούκι. Από το ότι συχνά στη γλώσσα της παιάτσας η κίνηση χαρακτηρίζεται από το χώρο ή το αντικείμενο στο οποίο εφρμόζεται πχ. πάλι τις μάπες σου θα φας γ) το άσχημο, το κατωτέρας ποιότητας αντικείμενο. Από τη μάπα = το λάχανο, που είναι άνοστο, σε σχέση με άλλα λαχανικά πχ. αυτό το εργαλείο είναι μάπα δ) το κλεμμένο αντικείμενο. Από το γεγονός ότι ένα κλεμμένο αντικείμενο που διατίθεται χάνει ένα μεγάλο μέρος της αξίας του και μπορεί να συγκριθεί με το ευτελές λάχανο ε) το ευετελές κόσμημα. Από το ότι η λέξη μάπα έχει την έννοια του κατωτέρας ποιότητας αντικειμένου και στα κοσμήματα, τα κατωτέρας ποιότητας είναι...ψεύτικα.<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
- μασάτι - το ακόνι του χασάπη<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
- μασούρι - πολλά χρήματα. Από την εικόνα της κολώνας των νομισμάτων ή των χαρτονομισμάτων που είναι τυλιγμένα σε σχήμα μασουριού<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
- ματσαράγκα - μπερδεμένη δουλειά, κομπίνα, δόλος, παρατυπία. Από το ιταλικό mazzeranga = καταπάτηση οικοπέδου<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
- μαύρο ή μαυράκι ή μαύρη - το χασίσι<ref name="Σχορέλης_Α"/> <ref name="Παπαζαχαρίου"/>
- μαυρομύτα - Πέννα<ref name="Τουμπεκί"/>
- μαύρος - Ο αστυνομικός<ref name="Τουμπεκί"/>
- μαχμουρλής - (τουρκ. mahmur) Αγουροξυπνημένος, δίχως κέφι, που δεν κάπνισε ακόμη<ref name="Τουμπεκί"/>.
- μέγκλα - ωραίο πράγμα! Από το made in England<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
- μελάνη - Στάχτη στα μάτια, παραπλάνηση<ref name="Τουμπεκί"/>.
- μερακλής - Άτομο που έχει την περιέργεια, την υπομονή και το ενδιαφέρον της γνώσης και της αίσθησης των συνδυασμών και των σχέσεων ανάμεσα στα πράγματα, στα άτομα και στα φαινόμενα. Από το τούρκικο merakli = περίεργος, ερευνητής. Οι μερακλήδες ήταν οι φιλόσοφοι του πολιτισμού του παζαριού, της αγοράς και της πιάτσας, εκείνοι που κωδικοποίησαν αυτόν τον πολιτισμό και που συνεχίζουν να μας διδάσκουν τί ταιριάζει στην εκάστοτε περίσταση, εμβαθύνοντας ταυτόχρονα στα καινούρια στοιχεία που εμφανίζονται και στις σχέχεις που αυτά δημιουργούν.<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
- μηχανή - Απάτη, κόλπο, τέχνασμα, κομπίνα, συνωμοσία.<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
- μούσμουλο - Σφαίρα
- μπαλαμούτι - Από το τούρκικο balamut. α) η λαθροχειρία στο χαρτοπαίγνιο β) κόλπο, τέχνασμα, απάτη γ) ψέμα, παραμύθι πχ. Προσφέρω σε κάποιον αντί για καφε τριμμένο βελανίδι. μπαλαμουτιάζω: α) παραμυθιάζω κάποιον, τον κάνω να πιστέψει σε μία φανταστική ιστορία β) εξαπατώ κάποιον γ) βάζω χέρι σε γυναίκα. Εδώ υπάρχει λαϊκή παρετυμολογία του balamut από το "παλάμη"<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
- μπατιρίζω – Χάνω τα λεφτά μου, καταστρέφομαι<ref name="Σχορέλης_Α"/>
- μπαγιόκο - 1. Κομπόδεμα<ref name="Τουμπεκί"/> 2. Τα λεφτά της καβάτζας, τα κρυμμένα για κάθε ενδεχόμενο χρήματα. Από το ιταλικό baiocco = το τάληρο<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
- μπερμπάντης - λέξι σχετική με το αλάνης <ref name="Σχορέλης_Α"/>
- μπιτιρήνι ή μπιτιρήμι - (τουρκ. αργκώ) προέρχεται απο τη λέξη bitirim, που σημαίνει barbut oynatılan yer, δηλαδή οργανωμένη (προστατευόμενη) μπαρμπουτιέρα.
- μπιρ Αλλάχ! – ζήτω ο Αλλάχ, δόξα στον Αλλάχ<ref name="Σχορέλης_Α"/> Κυριολεκτικά θα πει ένας (είναι ο) Αλλάχ! από το τουρκικό bir Allah! Φέρνω κάποιον στο μπιρ Αλλάχ = εκβιάζω, βασανίζω, δέρνω, πιέζω κάποιον τόσο που να ζητήσει έλεος, φέρνω κάποιον στο αμήν (στο απροχώρητο)<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
- μπουγιουρντί - έγγραφη διαταγή, έγγραφη άδεια, πιστοποιητικό, δίπλωμα. Από το τούρκικο buyurdi που θα πει διετάχθη, προσετάχθει.<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
- μπουφετζής – αυτός που εξυπηρετεί τους πελάτες του «μπουφέ», εκεί που προσφέρονται ναρκωτικά και ποτά<ref name="Σχορέλης_Α"/>
Ν
- νεφέσι - Η ρουφηξιά του τσιγάρου με χασίς. Από το τούρκικο nefes = εισπνοή<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
- νταηλίκη - παλικαριά<ref name="Σχορέλης_Α"/>
- ντάης - παλικαράς<ref name="Σχορέλης_Α"/>
- νταλγκαδάκι – στεναχώρια από ερωτική απογοήτευση<ref name="Σχορέλης_Α"/>
- νταλγκάς – (τουρκ. dalga =κύμα, τρικλοποδιά) ερωτικός καημός<ref name="Σχορέλης_Α"/>
- ντουμάνι – ασφυκτική ατμόσφαιρα από καπνούς<ref name="Σχορέλης_Α"/>
Ξ
Ο
- ολμάζ! - Αυτό δεν γίνεται σε καμία περίπτωση! Από το τούρκικο olmaz = δεν γίνεται<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
Π
- πολιτσμάνοι ή μολυσμάνοι - αστυνομικοί, αστυφύλακες<ref name="Σχορέλης_Α"/>
Ρ
- ρεφάρω – ισοφαρίζω, παίρνω πίσω τα χαμένα. Λύνω τα οικονομικά μου προβλήματα<ref name="Σχορέλης_Α"/>
- ροσόλι - σερμπέτι, γλυκό
Σ
- σακουλεύομαι - αντιλαμβάνομαι<ref name="Τουμπεκί"/> και Σακούλα - προστακτική του σακουλεύομαι
- σαλτάρω – πηδάω<ref name="Σχορέλης_Α"/>
- σεκλέτια - στεναχώριες<ref name="Τουμπεκί"/>
- σερμπέτι - γλυκό
- σημαδευτής - περίστροφο, πιστόλο<ref name="Τουμπεκί"/>
- σκαλέτα - [σκαλέτο] τρόπος, μέθοδος χαρτοκλεψίας<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
- σκαμπίλι - α)μπάτσος (χαστούκι) και β) παιχνίδι της τράπουλας.<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
- σουπιά - Χαφιές<ref name="Τουμπεκί"/>
- σπαγάνι - α) μυρωδάτο τουμπεκί του Ισπαχάν β) πρώτης ποιότητας αντικείμενο, εμπόρευμα, πρόσωπο<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
- σπαγγάνι - κλωνάρι, κομμάτι<ref name="Σχορέλης_Α"/>
- σπάγκος - Ο τσιγγούνης<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
- στανάχωρο - δαχτυλίδι<ref name="Τουμπεκί"/>
- στενή - Η φυλακή, το πειθαρχείο<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
- συνάχης - Θυμωμένος, τσαντισμένος
Τ
- ταράφα - φατρία. κόμμα, συμμορία<ref name="Τουμπεκί"/>
- τάφος - χρηματοκιβώτιο<ref name="Τουμπεκί"/>
- τεκές η ντεκές – (τουρκ. tekke ισλαμικό μοναστήρι) τόπος που καπνίζουν χασίσι η παίρνουν διάφορα ναρκωτικά<ref name="Σχορέλης_Α"/>
- τέρτσος - Ο χαμένος ή ζημειωμένος, ο γκρινιάρης στη χαρτοπαιχτική γλώσσα. Από το ιταλικό terzo = τρίτος <ref name="Παπαζαχαρίου"/>
- τζες – κάποιος που δεν εκτιμούμε η δεν υπολογίζουμε, π.χ. ο τζες σου, φυλαχτείτε απ’ τους τζέδες (αστυνομικούς ή τους ρουφιάνους)<ref name="Σχορέλης_Α"/>
- τζιμάνι - 1.Από το g-man (government man), o άνθρωπος της κυβέρνησης, αποδιδόταν συνθηματικά στους ειδικούς πράκτορες του F.B.I.. Αργότερα πήρε θετική σημασία και χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιος είναι έξυπνος και ικανός πχ. παιδί τζιμάνι. Χρησιμοποιείται και ειρωνικά πχ. Τζιμάνι είσαι μωρ' αδερφάκι μου! <ref name="Μπαμπινιώτης"/> 2. Ο εξαιρετικός άντρας, ο αξιαγάπητος αλλά και σεβαστός, που κανένας δεν τολμάει να τον θίξει ή να του κάνει τον έξυπνο γιατί ξέρει ότι θα έχει άσχημα ξεμπερδέματα μαζί του. Από την αμερικάνικη συντετμημένη λέξη G. man, που έφτασε ως το ελληνικό κοινό κατά δύο δυνατούς τρόπους: α) Από τις αμερικάνικες ταινίες του Μεσοπολέμου που είχαν για ήρωες μέλη της καναδικής έφιππης αστυνομίας που στο πηλίκιό τους έγραφε G, δηλαδή Guardian = φύλακας, αστυφύλακας και β) από τις αμερικάνικες ταινίες και την αστυνομική φιλολογία της "Μάσκας" που είχαν για ήρωες μέλη του F.B.I., το Λέμυ Κώσιον κλπ. που ονομάζονταν G. man = government man, άνθρωποι της κυβερνήσεως. Κατά τη γνώμη μας μάλλον η δεύτερη σημασία είχε μεγαλύτερη διάδοση στην Αθήνα και αυτή προκάλεσε τη δημιουργία της εικόνας του ευγενικού αλλά αποτελεσματικού άντρα. Ο Καπετανάκης επειδή δεν ξέρει την καταγωγή της λέξης την λάθος: τζιμάλι, με την ίδια σημασία. Το ίδιο και ο Δαγκίτσης την παραθέτει με τη μορφή τζιμάλης, τζιμάλι,τζιμαλοκόριτσο. <ref name="Παπαζαχαρίου"/>
- τουμπεκί - καπνός επεξεργασμένος για κάπνισμα με ναργιλέ Πρότυπο:Πηγή
- τούφα - φυλακή<ref name="Τουμπεκί"/> και τουφατζής ο φυλακισμένος
- τραβηχτό - το μαρκούτσι του αργιλέ<ref name="Τουμπεκί"/>
- τρώγω - παίρνω, αφαιρώ, δωροδοκούμαι<ref name="Τουμπεκί"/>
- τσακιστή - πόρτα<ref name="Τουμπεκί"/>
- τσαμασίρια - ασπρόρουχα<ref name="Τουμπεκί"/>
- τσαρδί - χαϊδευτικα το σπίτι, η κατοικία, με σημασία προσωρινότητας και καταφυγίου. Από το σπιτάκι του κηπουρού ή το προσωρινό καλύβι του καλοκαιριού.<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
- τσίκα - καπνός, από το γαλλικό chique Πρότυπο:Πηγή
- τσίλια - η φρούρηση<ref name="Τουμπεκί"/>, η δουλειά του τσιλιαδόρου<ref name="Σχορέλης_Α"/>
- τσίλιας - χωροφύλακας<ref name="Τουμπεκί"/>
- τσιλιαδόρος - σκοπός, φρουρός, κάποιος που προσέχει για να ειδοποιήσει στην κατάλληλη στιγμή <ref name="Σχορέλης_Α"/>
- τσίλικος - Αστραφτερός, καινούριος, ατσάλινος, γερός. Από το τούρκικο celik = το ατσάλι.<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
- τσιμέντο να γίνει - α) ας χαθούν τα πάντα β) δεν πειράζει γ) τέλος πάντων <ref name="Παπαζαχαρίου"/>
- τσιμπώ - 1. παίρνω, αφαιρώ<ref name="Τουμπεκί"/> 2. α) πέφτω στην ενέδρα, αντιδρώ β) μου προκαλείται το ενδιαφέρον γ) παίρνω χρήματα, επωφελούμαι δ) καταλαβαίνω ε) συλλαμβάνω κάποιον. έγινε τσιμπητός = τον πιάσανε<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
- τσουβαλιάστηκες; - αντιλήφθηκες;<ref name="Τουμπεκί"/>
- τυλιχτό ρολόι - ρολόι χειρός
Υ
Φ
- φουμάρω ή φουμέρνω - καπνίζω <ref name="Σχορέλης_Α"/>
- φλόμος - τσιγάρο<ref name="Τουμπεκί"/>
Χ
- χαρμάνης - αυτός που δεν κάπνισε ακόμη<ref name="Τουμπεκί"/>
- χλάπα - μαχαίρι<ref name="Τουμπεκί"/>
- χοντρή - δεκάρα χάλκινη
- χρυσή - Βγάζω τη χρυσή: Με πιάνει τρομερός θυμός που δεν μπορώ να τον εξωτερικεύσω. Από την εικόνα του ατόμου που πάσχει από χρυσή, δηλαδή από ίκτερο του ήπατος και από την αντίδραση πάνω στο οποίο επιδρά ο μεγάλος θυμός, γι αυτό και το θυμωμένο άτομο κιτρινίζει όπως το άτομο που πάσχει από ίκτερο ή ηπατίτιδα.<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
Ψ
- ψειρίζω - κλέβω, αδειάζω τις τσέπες<ref name="Τουμπεκί"/>
- ψειρού - φυλακή<ref name="Τουμπεκί"/>
- ψήνω - εξαγοράζω, δωροδοκώ, συμφωνώ<ref name="Τουμπεκί"/>
- ψιλή - παντάρα, οβολός<ref name="Τουμπεκί"/>
- ψυχοπαπάς - αγαπητικός κίναιδου<ref name="Τουμπεκί"/>
Ω
Παραπομπές
<references/>
Πηγές
- Τάσος Σχορέλης - «Ανθολογία ρεμπέτικου τραγουδιού» (Τόμος Α') (Εκδόσεις Πλέθρον, 1977)
- Πέτρος Πικρός - «Τουμπεκί» (Πρώτη έκδοση 1927)
- Γ. Μπαμπινιώτης - «Λεξικό της Νεας Ελληνικης Γλώσσας» Εκδόσεις «Κέντρο Λεξικολογίας» 2005, Β' Έκδοση, Β' Ανατύπωση.
- E. Παπαζαχαρίου ή Ζάχος - «Λεξικό της Ελληνικής Αργκό» ή «Λεξικό της Πιάτσας», Εκδόσεις Κάκτος, Β' Έκδοση, Δεκέμβριος 1998