Μάνα μου διώξε τους γιατρούς
Μέρα και νύχτα οι γιατροί, μάνα μου δεν μ’αφήνουν, όλο με βασανίζουνε κι ελπίδες δεν μου δίνουν.
Μάνα μου, διώξε τους γιατρούς κι άσε με να πεθάνω, αφου είν’ ο κόσμος ψεύτικος, τι θέλεις να σου κάνω, αφου είν’ ο κόσμος ψεύτικος, τι θέλεις να σου κάνω.
Μάνα, μη λυπηθείς γι’ αυτό, κλάψε να ησυχάσω, ήταν της μοίρας μου γραφτό, τα νιάτα μου να χάσω.
Πονώ στο στήθος δυνατά, τον βήχα δεν αντέχω, μάνα μου, μη σου τρων’ λεφτά, αφού ζωή δεν έχω, μάνα μου, μη σου τρων’ λεφτά, αφού ζωή δεν έχω.
Μόνο να πεις στους φίλους μου, όσοι με αγαπούνε, να ‘ρχονται, μάνα μου γλυκιά, να σε παρηγορούνε.
Δε θέλω πια να βρίσκεσαι με μάτια βουρκωμένα, αυτά είναι, μανούλα μου, της τύχης τα γραμμένα, αυτά είναι, μανούλα μου, της τύχης τα γραμμένα.