Το λαχείο
Μου'πεσες λαχείο μαυρομάτα,
και μου στραπατσάρισες τα νιάτα.
Μου'φαγες τα γρόσια και τις λίρες,
μια καρδιά την είχα και την πήρες.
Μ' έκανες να μείνω δίχως φράγκο,
και να κάνω νάνι σ' ένα πάγκο.
Άκαρδη, με πήρες στο λαιμό σου,
κι έγινα το θύμα το δικό σου.
Μ' άφησες με την ψυχή στο στόμα,
κι όμως σ' αγαπώ εγώ ακόμα.
Η φωτιά πού μ' άναψες δεν σβήνει,
μου'πεσες λαχείο τι να γίνει.