Ξυπνώ και βλέπω σίδερα
Ξυπνώ και βλέπω σίδερα στη γη στερεωμένα και μ' αλυσίδες σταυρωτές τα χέρια μου δεμένα και μ' αλυσίδες σταυρωτές τα χέρια μου δεμένα.
Πέσαν τα μάνταλα βαριά και σκοτεινιάσαν τα κελιά, πέσαν τα μάνταλα βαριά και σκοτεινιάσαν τα κελιά.
Με δέσαν χειροπόδαρα σαν τον εγκληματία, στην καταδίκη μου αυτή γυναίκα είν’ αιτία, στην καταδίκη μου αυτή γυναίκα είν’ αιτία.
Πέσαν τα μάνταλα βαριά και σκοτεινιάσαν τα κελιά.
Βροντούν οι αλυσίδες μου, ξυπνώ αλαφιασμένος και μόλις πιάσω σίδερα κτυπιέμαι απελπισμένος και μόλις πιάσω σίδερα κτυπιέμαι απελπισμένος.
Βροντούνε βέργες και κλειδιά και σκοτεινιάζουν τα κελιά.